ΥΠΑΡΧΕΙ κάτι το ανεπαίσθητα τρομακτικό στην απάντηση που έδωσε ο Γιώργος Παπανδρέου στη Λιάνα Κανέλλη και στον Αντώνη Σκυλλάκο για την ΙΜΙ. Κοιτώντας τα πρακτικά της Βουλής και την τοποθέτηση του τότε υπουργού Εξωτερικών ΓΑΠ για το Διεθνές Κέντρο Αποναρκοθετήσεων με τις αναφορές σε «σημαντική δραστηριότητα» και την κατάληξη –«αν υπάρχουν καταγγελίες καλό είναι να τις γνωρίζουμε» –που απηχεί ουσιαστικά τη γνωστή παπανδρεϊκή επωδό «να το δούμε», αντιλαμβάνεται κανείς ένα στοιχείο –πώς να το πούμε; –φλου. Είναι ένα είδος διακυβέρνησης που γίνεται λίγο κατά προσέγγιση, αφού τα περιγράμματα είναι θολά και το στυλ δράσης χαλαρό. Φυσικά, αν το παρελθόν είναι, όπως λένε, «μια άλλη χώρα», αυτό ισχύει καθ’ υπερβολήν για την Ελλάδα του 2003. Αν όμως πατήσει κανείς το κουμπί «φαστ φόργουορντ» στο DVD του χρόνου και στο 2009-10 δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί αν δεν είναι αυτό το φλου που μας έστειλε στο ΔΝΤ και τώρα δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από τον Τόμσεν.

ΛΑΟΦΙΛΗΣ και ευγενής δελφίνος που ανέμενε διακριτικά τη σειρά του, γόνος αλλά και ελπίδα της ελληνικής πολιτικής, άνθρωπος που τόλμησε την προσέγγιση με την Τουρκία και ήταν αναφορά Ευρωπαίων και Αμερικανών, ο Γιώργος Παπανδρέου είχε κάθε λόγο, ανεβαίνοντας στο βήμα της Βουλής το 2003, να αισθάνεται άτρωτος. Αλλωστε, οι επιθέσεις στην παράλληλη δομή του υπουργείου Εξωτερικών –τους συμβούλους και τους εμπειρογνώμονες, τα think tank και τις ΜΚΟ –έρχονταν στερεότυπα από διάφορα παράκεντρα, δεξιά ή, παραδόξως, αριστερά, που εχθρεύονταν τη στροφή της ελληνικής εξωτερικής από το εθνικιστικό παραλήρημα της δεκαετίας του 1990 στο άνοιγμα προς την Τουρκία –πόσω μάλλον στο άνοιγμα της πόρτας της Ευρώπης για την Αγκυρα. Στα συμφραζόμενα της εποχής, με τις διαρροές εγγράφων από το ΥΠΕΞ και τα ξινισμένα μούτρα των αντιδραστικών διπλωματών, οι επιθέσεις αυτές είχαν συγκεκριμένη σκοπιμότητα.

ΜΠΟΡΕΙ οι καλά πληροφορημένοι να ήξεραν ότι γινόταν της μουρλής με τις ΜΚΟ αλλά και ότι υπήρχε πνεύμα χαλαρότητας στα οικονομικά ενός υπουργείου που, έχοντας τα μαύρα κονδύλια, ενέχει διαχειριστικούς κινδύνους –μπορεί επίσης ο Κώστας Σημίτης να είχε κατεβάσει το 2003 έναν σύμβουλο του Παπανδρέου, τον Δημήτρη Δρούτσα, από την πτήση για Βρυξέλλες. Ωστόσο το έπος Ρόντου στο Βελιγράδι το 2000 δεν είναι άσχετο με τον μύθο της «ισχυρής Ελλάδας» που ήταν το κυβερνητικό αφήγημα της εποχής. Εντάξει, αυτή χτιζόταν με τη συστηματική πολιτική Σημίτη στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και τη συνεχή παρουσία στις Βρυξέλλες, εκφραζόταν με τη συμμετοχή στο πρώτο κύμα της ΟΝΕ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ανεπίσημη επιρροή στα Βαλκάνια και η δουλειά με την Τουρκία ήταν χωρίς σημασία. Ολα αυτά εντάσσονταν σε έναν αναπροσανατολισμό της χώρας, ένα γύρισμα της πυξίδας, που πήγαινε από το σιγοντάρισμα των Κούρδων στην υπόθεση Οτζαλάν στην ενεργό συμμετοχή στην ανατροπή Μιλόσεβιτς. Πίσω από τη στροφή αυτή υπήρχε ένας κρυφός πόλεμος διαφόρων εγχώριων ομάδων –πολύ πριν από την ανώνυμη συκοφάντηση στο Διαδίκτυο.

ΜΑΛΙΣΤΑ, Ο Αλεξ Ρόντος έμπλεξε εκ των υστέρων ως επικεφαλής της διεύθυνσης του ΥΠΕΞ, ο οποίος είχε την ευθύνη των ΜΚΟ σε μια εποχή που κανείς δεν ζητούσε λογαριασμό από κανέναν. Οσα πληρώθηκαν τότε με τη μορφή εκταμιεύσεων εκατομμυρίων, πληρώνονται τώρα με τη μορφή δικαστικών διώξεων, αφού η τωρινή εποχή δεν είναι καθόλου φλου.