Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάθε πολιτικός δικαιούται να έχει για τις επιδόσεις του την πιο θετική γνώμη –ακόμη και αν είναι διαφορετική από τη γνώμη των υπολοίπων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία επίσης ότι κάθε πολιτικός δικαιούται να αξιολογεί τον εαυτό του και το έργο του κατά τον επιεικέστερο τρόπο –ακόμη και αν άλλοι δεν συμμερίζονται τόση επιείκεια.

Υπό αυτήν την έννοια, ο Γ. Παπανδρέου έχει δικαίωμα να φιλοτεχνεί μια κολακευτική εικόνα του ίδιου και των κυβερνήσεών του.

Μεταξύ μας, δεν είναι μόνο θεμιτό. Είναι και ανθρώπινο.

Μπορεί, ας πούμε, ο πρώην πρωθυπουργός να ισχυρίζεται ότι το ΔΝΤ δεν το έφερε στην Ελλάδα εκείνος αλλά η Μέρκελ.

Μπορεί να πιστεύει ότι κάποιοι «ανέτρεψαν» την κυβέρνησή του και όχι ότι ο ίδιος κατέρρευσε στις Κάννες με τη φαεινή ιδέα του δημοψηφίσματος.

Μπορεί να νομίζει ότι εκείνος καλά τα έφτιαξε αλλά τώρα τα ξηλώνουν οι επόμενοι.

Ή να θεωρεί ότι η κυβερνητική θητεία του διακρίθηκε από «μεταρρυθμιστικό πνεύμα» και να επικαλείται σχετικά τη Διαύγεια, το open.gov, έναν νόμο για τους μετανάστες που κρίθηκε αντισυνταγματικός από το ΣτΕ ή μια ακατανόητη ιστορία με την ημερομηνία των δημοτικών εκλογών.

Μια χαρά ρυθμίσεις εν ολίγοις αλλά οι οποίες ελάχιστα προσδιόρισαν επί της ουσίας τη διετή πρωθυπουργία Παπανδρέου. Αλλα έχουν συγκρατήσει από αυτήν οι περισσότεροι Ελληνες.

Ο Γ. Παπανδρέου δικαιούται να πιστεύει ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι συνεργάτες του που σαρώθηκαν πολιτικά αδικήθηκαν από τον ελληνικό λαό και την Ευρώπη ή πολεμήθηκαν από τα μέσα ενημέρωσης και τα «συμφέροντα».

Δικαιούται δηλαδή να ελπίζει ότι κάποια στιγμή η Ιστορία θα τους δικαιώσει.

Καμία αντίρρηση, λοιπόν.

Αλλά ακόμη και η αναζήτηση δικαίωσης, ακόμη και μια επιστροφή από την Κόλαση της πολιτικής, χρειάζεται μια υπαρκτή και αντικειμενική βάση δεδομένων για να στηριχθεί.

Χρειάζεται κυρίως επίγνωση των περιστάσεων, των προτεραιοτήτων και των προβλημάτων.

Διότι στη σημερινή κατάσταση της χώρας «η διαρκής και έντονη μεταρρυθμιστική δράση» που ορθώς ζητεί ο πρώην πρωθυπουργός, σίγουρα δεν έχει να κάνει με την εκλογή των πρυτάνεων ή τη Διαύγεια.

Ακόμη περισσότερο που σε μια χώρα με ενάμισι εκατομμύριο ανέργους και ορατό το ενδεχόμενο εκτροχιασμού, είναι ανατριχιαστικά δευτερεύον αν θα ψηφίσουμε στις 18 ή στις 25 Μαΐου.

Εκτός και αν επιβεβαιώνεται απλώς η απολίτικη «μεταρρυθμιστική» αντίληψη που σφράγισε τη διετία 2009-2011.

Τότε που θριάμβευε η ηλεκτρονική διακυβέρνηση ενώ ο τόπος πήγαινε συνολικά κατά διαβόλου.

Τότε δηλαδή που η Ελλάδα χρεοκόπησε αλλά τουλάχιστον μάθαμε το open.gov!