Ενα σύντομο ταξίδι στη Βόρεια Ελλάδα, πιο συγκεκριμένα στην ακριτική Ορεστιάδα και τις γύρω περιοχές της, θα αρκούσε για να καταλάβει ο καθένας ότι πρόκειται για μια άλλη Ελλάδα. Σε σχέση με τη δική μας, τη Νότια, ειδικότερα την «Ελλάδα» της πρωτεύουσας, όπου κυριολεκτικά όλοι οι κάτοικοί της βράζουμε μέσα στο ζουμί μας.

Ξεσυνέριες, φόβοι, τα οικονομικά, σχέσεις διαρκώς απειλούμενες, η νύχτα που πέφτει, η ημέρα που έρχεται, όλα μηχανιστικά, ουδέτερα. Με μας τους ίδιους να είμαστε διαρκώς κάπου «αλλού», να θέλουμε να ξεσπάσουμε και να διαλέγουμε λάθος τρόπο και λάθος ανθρώπους για να το κάνουμε.

Και δεν χρειάζονται παρά μόνον επτά ώρες –όσες κάνει το πούλμαν για να πάει από τη Θεσσαλονίκη στην Ορεστιάδα –για να αισθανθείς πως έχεις αλλάξει όχι μόνο χώρα, αλλά ήπειρο. Ακόμη πιο σωστά: γαλαξία. Ισως η «είσοδος» σε αυτήν την άλλη ζωή να μη γινόταν τόσο άμεσα αισθητή αν δεν είχε προηγηθεί το πέρασμα από το Διδυμότειχο και από το Σουφλί.

ΣΠΙΤΙΑ ΧΑΜΗΛΑ, χαμηλοί και οι φωτισμοί των δρόμων τις προχωρημένες ώρες, ένα μετέωρο μπαλκόνι, οι ώχρες, μια συστάδα δέντρων που σε ένα βαθούλωμά της ασπρίζει ένα εκκλησάκι, ακόμη και τα σκέλεθρα των κτιρίων από άλλοτε ακμάζουσες βιοτεχνίες, μιλάνε περισσότερο για μια εγκατάλειψη παρά για τον εφιάλτη που ζωντανεύουν αντίστοιχες εικόνες στα δικά μας μέρη.

Πρωτίστως όμως η γενναιοδωρία στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Είτε πρόκειται για τον ιδιοκτήτη ενός καφενείου σε ένα μικρό χωριό είτε για τον υπάλληλο ενός ξενοδοχείου και μάλιστα της νυχτερινής βάρδιας. Με τον πρώτο να κρατάει τα φώτα του μαγαζιού του αναμμένα ώς τα μεσάνυχτα, ακόμη και αν ο τελευταίος του πελάτης έχει φύγει το βραδάκι στις 8, με τον δεύτερο να σου έχει ετοιμάσει, χωρίς να του το ζητήσεις, το σχεδιάγραμμα της πόλης ώστε να μην ταλαιπωρηθείς καθώς πρόκειται να πας με τα πόδια ώς τον σταθμό των αυτοκινήτων.

Οποιος θα θεωρούσε ότι είναι ο φόβος που κάνει τον ιδιοκτήτη του καφενείου να φωτίζει άπλετα τη γύρω περιοχή, είναι ο ίδιος ακριβώς που σβήνει το φως στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου μένει τις νύχτες, ώστε να μην επιβαρυνθεί ο προσωπικός του λογαριασμός κατά μερικά λεπτά. Δεν είναι πλουσιότεροι οι κάτοικοι της ακριτικής Ελλάδος, ή μάλλον είναι τόσο φτωχοί όσο και οι υπόλοιποι Ελληνες. Απλώς με εντονότερη την αίσθηση της ουσιαστικής επικοινωνίας, ξέρουν πως για να πραγματοποιηθεί χρειάζεται να κάνεις προσβάσιμο τον εαυτό σου με το φως που εκπέμπεις –κυριολεκτικά και μεταφορικά.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΕΤΑ με το φως αυτό δύο κορυφαία περιστατικά. Οι σχέσεις τους με τους γείτονές τους, είτε προς Ανατολάς είτε προς Βορράν. Μιλούν και αισθάνονται γι’ αυτούς σαν να πρόκειται για συγκατοίκους τους, ενώ η καθημερινότητα της επαφής τους σφυρηλατεί σχέσεις τόσο ουσιαστικές ώστε οι διακρατικές ρυθμίσεις να ηχούν περίπου σαν ξένη γλώσσα, έστω και αν είναι διαφορετικές οι γλώσσες που χρησιμοποιούν οι συναλλασσόμενοι λαοί. Αποκαλυπτική σε πολλά, γίνεται κατά τούτο αποκαλυπτικότερη η ακριτική Ελλάδα: να αισθάνεται ο καθένας ότι το δικό του ουσιαστικό βήμα δεν μένει μετέωρο ή δεν πηγαίνει χαμένο, αλλά ενώνεται ταυτόχρονα και εξακριβωμένα με το ουσιαστικό βήμα των άλλων και μεταβάλλονται όλα μαζί σε μια συμπαγή δύναμη.

Δεύτερη κορυφαία έκφραση στην ακριτική Ορεστιάδα ο Διόνυσος. Με τις παραστάσεις του, τα εργαστήριά του, τον ζείδωρο παλμό του, δικαιώνει την κουβέντα του Αλκη Θρύλου όταν έγραψε το 1961, για την ίδρυση του ΚΘΒΕ, πως «το θέατρο είναι για την κάθε πόλη ο προβολέας της».