Αν πάρει κανείς τοις μετρητοίς τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης Ευρωβαρόμετρο που δημοσιεύθηκαν χθες στις Βρυξέλλες, υπάρχουν περίπου 100.000 Ελληνες που πιστεύουν ότι στην Ελλάδα δεν υφίσταται πρόβλημα διαφθοράς και απάτης. Οι λοιποί, δηλαδή το 99% του ελληνικού πληθυσμού, θεωρούν ότι υπάρχει και μάλιστα εν εκτάσει. Την ίδια άποψη για τη διαφθορά στη χώρα τους έχει μόλις το 20% των Δανών, ενώ κατά μέσο όρο στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο διόλου ευκαταφρόνητο 76%.

Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ. Οπως άλλωστε δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο και το 7% των Ελλήνων που σύμφωνα με τη δημοσκόπηση δηλώνει πως αναγκάστηκε να λαδώσει τουλάχιστον μία φορά τον τελευταίο χρόνο για να κάνει τη δουλειά του. Το αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό ποσοστό ήταν 4%. Σύμφωνα επίσης με το Ευρωβαρόμετρο, το 63% των Ελλήνων πιστεύει ότι η διαφθορά επηρεάζει την καθημερινή του ζωή (μέσος όρος ΕΕ: 26%), ενώ το 11% των Ελλήνων που επισκέφθηκαν δημόσια ιατρεία κατά το προηγούμενο έτος παραδέχθηκε ότι κατέβαλε φακελάκι (μέσος όρος ΕΕ: 5%).

Η διαφθορά και η απάτη δεν είναι λοιπόν άγνωστες στην Ευρώπη ούτε φυσικά στην Ελλάδα. Μόνο που στην περίπτωση της Ελλάδας διαχέονται σε πολλούς τομείς του Δημοσίου και «προστατεύονται» από ένα εξαιρετικά περίπλοκο νομικό πλαίσιο, που επί της ουσίας εμποδίζει την πάταξή τους. Αυτό είναι άλλωστε το βασικό συμπέρασμα της πρώτης Eκθεσης για τη Διαφθορά στην Ευρώπη, την οποία δημοσιοποίησε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Μια Εκθεση που παραγγέλθηκε προ διετίας και η οποία δεν κατατάσσει τις χώρες-μέλη ανάλογα με τον βαθμό διαφθοράς ούτε μπορεί να επιβάλει λύσεις. Μπορεί ωστόσο να αποτελέσει μοχλό πίεσης για τη λήψη μέτρων, όπως δήλωσε χθες η αρμόδια επί του θέματος επίτροπος Σεσίλια Μάλμστρομ.

ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ. Ως προς την Ελλάδα η Εκθεση, παρότι δεν κομίζει γλαύκα ες Αθήνας, περιγράφει αναλυτικά την υφιστάμενη κατάσταση επισημαίνοντας πρωτίστως τα εξής:

– Το νομικό πλαίσιο της χώρας για την αντιμετώπιση της διαφθοράς είναι «υπερβολικά περίπλοκο, κατακερματισμένο μεταξύ του Ποινικού Κώδικα, άλλων εθνικών νομοθεσιών και των διαφόρων νόμων κύρωσης διεθνών μέσων».

– Είναι εξαιρετικά περιορισμένη η ικανότητα της Ελλάδας να εντοπίζει διακρατικές υποθέσεις δωροδοκίας.

– Η ελληνική νομοθεσία για την ποινικοποίηση αδικημάτων που σχετίζονται με τη διαφθορά φαίνεται να μην είναι συμβατή με το διεθνές Δίκαιο, ιδίως όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με την ενεργητική και παθητική δωροδοκία και την αθέμιτη χρήση επιρροής.

– Η Ελλάδα δεν διαθέτει ειδική νομοθεσία για την προστασία των καταγγελλόντων δυσλειτουργίες είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα.

– Το νομοθετικό και λειτουργικό πλαίσιο της Ελλάδας για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και των προεκλογικών εκστρατειών εξακολουθεί να μην είναι ανεπτυγμένο.

– Οι υπουργοί και πρώην υπουργοί απολαύουν διευρυμένου καθεστώτος όσον αφορά την παραγραφή, γεγονός που –σε συνδυασμό με τις μακρόχρονες διαδικασίες –δημιουργεί σημαντικά προβλήματα για τη δίωξη της διαφθοράς στην Ελλάδα.

– Η ελληνική νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις χαρακτηρίζεται γενικώς από πολυπλοκότητα, αλληλοεπικαλυπτόμενους κανόνες και αποσπασματική προσέγγιση.

– Δεν υπάρχουν ενδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο ελέγχονται συστηματικά οι δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων στις διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων, ιδίως σε τοπικό επίπεδο.

– Οι άτυπες πληρωμές και οι προμήθειες εξοπλισμού και φαρμάκων πλήττονται από τη διαφθορά.
Σε αριθμούς

26%

των Ευρωπαίων (από 3% στη Δανία έως 63% στην Ισπανία και στην Ελλάδα) θεωρούν πως η διαφθορά επηρεάζει άμεσα την καθημερινότητά τους

23%

των Ευρωπαίων (από 10% στη Σλοβενία έως 54% στη Δανία) χαρακτηρίζουν αποτελεσματικές τις προσπάθειες της κυβέρνησής τους να αντιμετωπίσει τη διαφθορά

8%

των Ευρωπαίων (από 3% στη Γερμανία έως 25% στη Λιθουανία) λένε πως έχουν γίνει μάρτυρες διαφθοράς το τελευταίο έτος. Από αυτούς, όμως, μόνο 12% (από 1% στην Πολωνία έως 36% στην Ολλανδία) το κατήγγειλαν

To κόστος

Οι πρακτικές διαφθοράς που διευκολύνουν τη φοροδιαφυγή συνεπάγονται σημαντικό κόστος για το ελληνικό κράτος. Πρόσφατες μελέτες για την ανάπτυξη της παραοικονομίας υπολόγισαν ότι το κόστος αυτό έφτασε το 2012 σε επίπεδα της τάξεως του 24,3% του ΑΕΠ