«Ο ελληνικός λαός δικαιούται να ξέρει σε τι πιστεύει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης». Η θέση αυτή, που εκφράζεται με τη μορφή του αυτονόητου, εμπεριέχεται σε ανακοίνωση που εξέδωσε η Νέα Δημοκρατία την Κυριακή. Το περιεχόμενό της όμως δεν αναφέρεται στις πολιτικές θέσεις του Αλέξη Τσίπρα, όπως θα ήταν εύλογο στο πλαίσιο της κομματικής αντιπαράθεσης, αλλά στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Είναι λοιπόν αυτονόητο δικαίωμα του ελληνικού λαού να γνωρίζει τα θρησκευτικά πιστεύω ενός πολιτικού αρχηγού;

Σε μια χώρα όπου ο χωρισμός Κράτους – Εκκλησίας παραμένει ζητούμενο, οι περισσότερο ή λιγότερο εκλεπτυσμένες προσπάθειες προσεταιρισμού των «πιστών» από τους πολιτευτές και τα κόμματα αποτελούν συνήθη πρακτική, όπως και η εργαλειοποίηση θρησκευτικών τελετών και συμβόλων ως στοιχείων πολιτικής επικοινωνίας τόσο στο τοπικό επίπεδο όσο και στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ακόμη και όσοι πολιτικοί δεν θεωρούν εαυτούς χριστιανούς ορθοδόξους ή έστω θρησκευόμενους, συχνά νιώθουν την ανάγκη να εκφράσουν με κάποιον τρόπο την εκτίμηση ή τον σεβασμό τους για την επικρατούσα θρησκεία της χώρας. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει να επιδείξει, από την πλευρά του, συναντήσεις σε θερμό κλίμα τόσο με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών όσο και με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Παράλληλα, οι δημόσιες, πολιτικού περιεχομένου δηλώσεις μητροπολιτών τυγχάνουν εκτενούς προβολής από τα ΜΜΕ, ενώ το ζήτημα των θρησκευτικών δικαιωμάτων των μουσουλμάνων που ζουν στην Ελλάδα εξακολουθεί να προκαλεί αμηχανία στην Πολιτεία και την κοινή γνώμη. Πρόσφατη είναι, εξάλλου, η καταδίκη του «Γέροντα Παστίτσιου» για το αδίκημα της «καθύβρισης θρησκεύματος».

Ομως, ακόμη και σε αυτό το γνώριμο –για τα ήθη της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας –σκηνικό, η ανακοίνωση του κυβερνώντος κόμματος συνιστά μια οπισθοδρόμηση. Λίγες ημέρες νωρίτερα, κατά την τελετή για την έναρξη της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ, ο Αντώνης Σαμαράς προσπάθησε να ταυτίσει την επιλογή υπέρ του κόμματός του στις επικείμενες ευρωεκλογές με το «ναι στην Ευρώπη». Ανακοινώσεις όπως εκείνη της προπερασμένης Κυριακής, όμως, μαρτυρούν ότι η επιλογή της ψήφου στη Νέα Δημοκρατία δεν συνιστά αυτονόητα κατάφαση των ευρωπαϊκών αξιών, στον βαθμό που αυτές περιλαμβάνουν όχι μόνο τη δημιουργία μιας ενιαίας και ανταγωνιστικής αγοράς με ένα κοινό νόμισμα, αλλά και τη διάκριση δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, το κοσμικό κράτος, τον σεβασμό στη διαφορετικότητα. Το ναι στην Ευρώπη, υπό αυτήν έννοια, είναι ασυμβίβαστο με την απαίτηση δηλώσεων θρησκευτικής πίστης.

Περιστατικά όπως το συγκεκριμένο φανερώνουν την αδυναμία του κυρίαρχου κόμματος της ελληνικής Δεξιάς, όπως εκφράζεται σήμερα από την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά, να συγκεράσει τη συντηρητική ιδεολογία με τις αξίες του φιλελευθερισμού. Είναι σαφές ότι η Νέα Δημοκρατία υφίσταται μια πρωτόγνωρη, για τη μεταπολιτευτική ιστορία, πίεση από τα δεξιά της. Ο κατακερματισμός που υπέστη η δεξιά παράταξη στις εκλογές του 2012 με την αυτονόμηση της Ακρας Δεξιάς, αλλά και των νεοφιλελεύθερων, όπως και των εθνικιστικών – λαϊκιστικών εκφράσεών της δεν ήταν ένα πρόσκαιρο φαινόμενο. Οι σχετικές διεργασίες βρίσκονται και σήμερα σε πλήρη εξέλιξη, καθώς οι επιμέρους εκφράσεις του χώρου αναζητούν τη δική τους θέση στο εκκρεμές μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων. Από την πλευρά της, η Ακρα Δεξιά φαίνεται να κατοχυρώνει μια ισχυρή παρουσία στην πολιτική σκηνή της χώρας. Από τη σκοπιά αυτή, η προσπάθεια της ηγετικής ομάδας της ΝΔ να προσελκύσει τους ψηφοφόρους που διαρρέουν προς τη Χρυσή Αυγή και τους Ανεξάρτητους Ελληνες ή τυχόν διάδοχα σχήματα μπορεί να μοιάζει μια ορθολογική επιλογή.

Ωστόσο, οι πρακτικές που επιστρατεύει για να το επιτύχει συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι ο σκοπός δεν αγιάζει πάντοτε τα μέσα. Η εκλογική συρρίκνωση της Χρυσής Αυγής ή των Ανεξάρτητων Ελλήνων δεν αρκεί· χρειάζεται η αποδυνάμωση της νεοναζιστικής ιδεολογίας, του ακραίου εθνικισμού και του ανορθολογισμού ως υποκατάστατο του πολιτικού λόγου. Και ο στόχος αυτός δεν διευκολύνεται από την ενσωμάτωση αναχρονιστικών στοιχείων της δεξιάς ταυτότητας στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο. Τις παραμονές των ευρωεκλογών, το σκηνικό ενός «θρησκευτικού πολέμου», έστω και αν αυτός εκτυλίσσεται ως φάρσα, είναι ένα θλιβερό σύμπτωμα.

Η Τζένη Λιαλιούτη είναι διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο