Η δράση ήταν προγραμματισμένη για την Κυριακή το πρωί και γύρω στις 11.30 την τιμούσαν ήδη με την παρουσία τους τριαντάρηδες με τραγιάσκα, μυστακοφόροι με παλτουδιά, κυρίες με λεοπάρ ντύσιμο ή θεατρόφιλοι κάθε ηλικίας. Καμιά διακοσαριά δηλαδή περιπατητές που οι γύρω τεμπέληδες κοιτούσαν όπως οι παλιοί αυτόχθονες τους πρώτους αποικιοκράτες, ώσπου οι τελευταίοι να κατευθυνθούν στο κέντρο της πλατείας για να ακούσουν δέκα αγουροξυπνημένα πιτσιρίκια του Απολλώνιου Ωδείου να τραγουδούν «Al canto del cucu», «La cucaracha» και άλλα.

Το κυρίως πρόγραμμα περιέγραψε ο Απόστολος Δημοβέλης των Atenistas. «Θα γνωρίσουμε μια περιοχή που ήταν ανέκαθεν θεατρικός πυρήνας» είπε και η ηθοποιός Μαίη Σεβαστοπούλου παίρνοντας τον λόγο, θυμήθηκε το θερινό Θέατρο Τέχνης, το θέατρο των Φέρτη – Καλογεροπούλου, ακόμη και το πα-γωτό Σικάγο μετά τις παραστάσεις.

Πρώτος σταθμός της ξενάγησης, το θέατρο Πόλη. Το κοινό άκουσε τον υπεύθυνο Δάνη Κατρανίδη να θυμάται ότι το 2007 του έλεγαν «τι πας να κάνεις», εκείνος όμως γνωρίζοντας ότι εδώ στεγαζόταν μια ταβέρνα που μετατράπηκε σε σκηνή από τον Σπύρο Καλογήρου και τελικά στο θέατρο Μέλι δέχτηκε να αναλάβει τον χώρο για να μη γίνει πάρκινγκ φτάνοντας να φιλοξενεί εναλλασσόμενο ρεπερτόριο, δύο σκηνών.

Επόμενος, το θέατρο Βικτώρια, ιδρυμένο το 1995 από τον Γιώργο Θεοδοσιάδη και από το 2006 διαχειριζόμενο από τον Δημήτρη Κομνηνό, ο οποίος μίλησε για αστικούς πληθυσμούς που φύγανε, για μετανάστες που ήρθανε, αλλά και για επιτυχίες του προκατόχου του όπως το «Χορεύοντας στη Λουνάσα». Το κτίριο ήταν κάποτε το θέατρο της Μαίρης Γκότση θυμήθηκε η Μαίη Σεβαστοπούλου, τονίζοντας ότι εδώ ζούσαν «άνθρωποι ρομαντικοί, με μεράκι».

Στεγασμένο σε ένα νεοκλασικό των αρχών του 20ού αιώνα, το Απολλώνιο Ωδείο κούρδισε για πρώτη φορά τα όργανά του το 1972, υπό τη διεύθυνση του Βασίλη Δέλλιου, διαθέτοντας κάθε λογής τμήματα. Πλέον υπακούν την μπαγκέτα της Χριστίνας Δέλλιου: αφού η διευθύντρια αφηγήθηκε όλα αυτά υπό τους μακρινούς ήχους ενός μαθητευόμενου πιανίστα, θυμήθηκε και μια γειτονιά τόσο αναβαθμισμένη κάποτε που οι επισκέπτες της επαρχίας ντρεπόντουσαν να διασχίσουν «γιατί δεν είχαν πρωτευουσιάνικα ρούχα».

Χωρίς άγχος για την κομψότητά της, η γκαλερί Ηώς στην οδό Χέυδεν υποδέχτηκε στη συνέχεια τους περιηγητές με κρασί και εκείνοι το ανταπέδωσαν παρατηρώντας έργα των Κοσμά Λιλικάκη ή Μαρίας Καρελλά, στεκόμενοι στο πεζοδρόμιό της και ακούγοντας αποκλειστικά αρχιτεκτονικές πληροφορίες για τη Βίλα Αμαλία, για τον Πύργο Εμπειρίκου και άλλα τεκμήρια «φινέτσας και αίγλης άλλων εποχών».

Κάπως έτσι, οι περιπατητές επισκέφθηκαν και το θέατρο Αρτι με τα εργαστήριά του ή τη Σχολή Σταυράκου, όπου άκουσαν για έναν ιδρυτή που θέλησε να γίνει παραγωγός, εντόπισε όμως έλλειψη κινηματογραφικής παιδείας και έστησε σχολή. Λίγο πριν να κατευθυνθούν στο κινηματοθέατρο Τριανόν, όπου έκανε πρεμιέρα το «Ποτέ την Κυριακή» και τώρα τους πρόσφερε την παράσταση «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», ευχαριστούσαν ήδη τους Atenistas για την «εξαιρετική περιήγηση». Που άθελά της ίσως εμπνεόταν από ένα τραγούδι που είχαν πει στην αρχή τα παιδιά του Απολλώνιου και που πήγαινε κάπως έτσι: «Κάθε μέρα που ξυπνώ/ μια χαρά ζωγραφισμένη/ κάθε εμπειρία/ μια αφετηρία/ που θα χαρώ να αρχίσω/ φίλους να γνωρίσω».

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ

Το ιστορικό Πορεία

Το ίδρυσε ο Αλέξης Δαμιανός το ‘60, συνεργαζόμενος αργότερα με ονόματα όπως ο Αλέξης Σολομός ή ο Γιώργος Βακαλό. Οπως έλεγε ο τωρινός διευθυντής του θεάτρου Πορεία, Δημήτρης Τάρλοου, «όλοι τους άφησαν στον χώρο την ενέργειά τους». Ισως ήταν η πιο ιστορική θεατρική στάση της ξενάγησης, κάτι που επιβεβαίωσε η Μαρίνα Καραγάτση, κόρη του γνωστού συγγραφέα και μητέρα του Τάρλοου, ενθυμούμενη τα παιδικά της χρόνια στην ευρύτερη περιοχή. «Ηρωές» τους ο μυστήριος Τιριτόμπας που χόρευε αστεία αλλά απελπισμένα ή ο αστρολόγος Αράμ που κάποτε είχε συμβουλευτεί ο πατέρας της.