Στο τελευταίο μυθιστόρημά της η νομπελίστρια συγγραφέας χαρίζει στους γονείς της τη ζωή που θα ζούσαν αν δεν τους τσάκιζε ο πόλεμος. Η ζωή όπως θα έπρεπε να έχει συμβεί αλλά και η ζωή όπως την έζησαν, αντικριστά, σε ένα βιβλίο.

Η Ντόρις Λέσινγκ (1919-2013) γεννήθηκε στην Περσία από βρετανούς γονείς. Από τα πέντε ώς τα τριάντα της χρόνια έζησε στη Ζιμπάμπουε. Τριάντα ενός ετών επέστρεψε στη Βρετανία και εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, που την έκανε αμέσως γνωστή σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Εχει εκδώσει περίπου πενήντα βιβλία. Εχει κερδίσει την παγκόσμια αποδοχή, η οποία σφραγίστηκε με την απονομή του Βραβείου Νομπέλ το 2007. Τα βιβλία της υπονομεύουν τις ταξινομήσεις. Η Λέσινγκ δεν είναι γραμματολογικά υπάκουη. Ατακτεί και ανατρέπει τα κουτάκια.

Εχει γράψει για το μέγα θέμα της μάχης των φύλων, τις σκοτεινές πτυχές της μητρότητας, τη ζόρικη σχέση μάνας και κόρης και χίλια δυο άλλα. Τα βιβλία της φέρουν ιδεολογία και έχουν ισχυρό στίγμα. Για τη γενιά της Λέσινγκ, η λογοτεχνία δεν ήταν αναψυχή αλλά τρόπος παράστασης και ερμηνείας του κόσμου.

Σ’ αυτό το βιβλίο η Λέσινγκ επιχειρεί να παίξει με ένα διπλό κάτοπτρο: ζωή και λογοτεχνία, λογοτεχνία και ζωή. Παίρνει τους δυο πιο κοντινούς της ανθρώπους, τους γονείς της, και τους κάνει ήρωες στο μυθιστόρημά της. Κάτι παραπάνω: φτιάχνει μια ιστορία στην οποία ζουν τη ζωή τους όπως θα έπρεπε να έχει συμβεί. Τους χαρίζει αυτό που ονειρεύτηκαν. Ολα εκείνα που ίσως έζησαν μες στο κεφάλι τους, αυτό το περίφημο what if (τι θα γινόταν αν…), όλες τις πιθανότητες που διαγράφηκαν μονοκοντυλιά όταν ξέσπασε ο Μεγάλος Πόλεμος. Αλλωστε εδώ έγκειται και η διαφορά της μυθοπλασίας από το ρεπορτάζ της πραγματικότητας. Η μυθοπλασία παρουσιάζει τα πράγματα όπως θα μπορούσαν να έχουν συμβεί.

Και μάλιστα, επειδή το συγκεκριμένο παίγνιο δεν της ήταν αρκετό, φρόντισε να αντικρίσει τη μυθοπλασία με τη ζωή. Πλάι στις ζωές που τους χάρισε (για τις οποίες μάλιστα στον πρόλογο του βιβλίου της σημειώνει ότι και οι ίδιοι θα τις ενέκριναν) παραθέτει τη ζωή που έζησαν. Και την αφηγείται με τέτοιο τρόπο, ώστε φαντάζει το ίδιο πλούσια, έντονη και περιπετειώδης, όπως την παρατηρεί με τα μάτια του μικρού παιδιού που ήταν τότε.

Ο πατέρας τής Λέσινγκ, ένα αγόρι που λαχταρούσε να γίνει αγρότης, έχασε το πόδι του από οβίδα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Στο πιστοποιητικό θανάτου ως αιτία θανάτου θα έπρεπε να ‘χε γραφτεί «ο Μεγάλος Πόλεμος»», σημειώνει η Λέσινγκ στον πρόλογο. Η μητέρα της, από την άλλη μεριά, έχασε τον αγαπημένο της, τον έρωτα της ζωής της, στον ίδιο πόλεμο. Ηταν γιατρός και πνίγηκε στη Μάγχη. Αυτό την έσπρωξε να αφιερωθεί στην περίθαλψη τραυματιών στο νοσοκομείο Ρόγιαλ Φρι. Με υπονομευτικό χιούμορ, η αφηγήτρια σημειώνει στο δεύτερο μέρος, εκεί που παραθέτει την πραγματική ιστορία των γονιών της, πως όταν κοίταζε τη φωτογραφία του νεκρού γιατρού, μικρό κορίτσι τότε, σκεφτόταν «ε, λοιπόν, δεν θα γλεντούσες και πολύ με δαύτον».

Η μετάφραση του βιβλίου αποδίδει τον ζωηρό λόγο, το υπονομευτικό χιούμορ αλλά και τη ζωντάνια των διαλόγων της Λέσινγκ.

Η αφήγηση ξεκινά τον Αύγουστο του 1902. Ο Αλφρεντ Τάιλερ γίνεται ο αγρότης που πάντα ήθελε να γίνει και η Εμιλυ Μακβί, παρά τις τεράστιες αντιρρήσεις του πατέρα της, γίνεται νοσοκόμα. Η Εμιλυ αρνείται να σπουδάσει και καταλήγει δούλα σε νοσοκομείο (αυτό πίστευε ο πατέρας της για τις νοσοκόμες). Παντρεύεται τον αγαπημένο της γιατρό. Η δηλητηριώδης αφηγήτρια όμως της στερεί τη χαρά της σεξουαλικής ζωής και της ουσιαστικής συντροφικότητας. Η Εμιλυ γίνεται γνωστή για τις χοροεσπερίδες και τα τραπέζια της, όμως η ζωή της ξεκινά με τον θάνατο του άνδρα της, όταν αναλαμβάνει εκτεταμένη και θεσμοθετημένη φιλανθρωπική δράση. Η αφηγήτρια χαρίζει στην Εμιλυ κι ένα πλατωνικό ειδύλλιο με έναν προικισμένο παραμυθά, τον Αλιστερ Μακ Τάγκαρτ, το οποίο διακόπτεται βίαια όταν εκείνος πεθαίνει.

Η γοητεία του βιβλίου της Λέσινγκ δεν κρύβεται στην τρυφερή –ή δαιμόνια –μυθοπλαστική επιλογή να χαρίσει στους γονείς της τη ζωή που δεν έζησαν όσο στον τρόπο που αποφασίζει να θέσει αντικριστά μυθοπλασία και ζωή ως δύο διαφορετικές εκδοχές του ανθρώπινου βίου. Αλλωστε, αυτό που επιχειρεί στο δεύτερο, το «πραγματικό» κομμάτι του βιβλίου της, να παρουσιάσει δηλαδή τη βιωμένη πραγματικότητα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που βλέπει τη ζωή σαν παραμύθι και ισορροπεί ανάμεσα σε αλήθεια και μύθο, προσδίδει στην ιστορία των γονιών της μυθοποιητικό βάθος.

Μύθος και Ιστορία. Ιστορία και ζωή. Ζωή και αφήγηση. Η μεγάλη κυρία των γραμμάτων ξέρει ότι, όπως η λογοτεχνία ξαναγράφει τη ζωή, μπορεί να ξαναγράψει και την πραγματικότητα. Το μόνο που χρειάζεται είναι η μετακίνηση του πρίσματος. Γιατί, όπως σοφά είπε κάποιος, η ζωή δεν είναι ποτέ αρκετή.