Ο Γιάννης Βαρής είχε συμπληρώσει μόλις έντεκα μήνες ως αστυφύλακας όταν στις 2 Νοεμβρίου 1991 μία ρουκέτα χτύπησε το υπηρεσιακό λεωφορείο στο οποίο επέβαινε. Στα 26 του χρόνια έγινε ένα από τα θύματα της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη. «Τον χάσαμε όταν προσπαθούσαμε ως οικογένεια να σηκώσουμε κεφάλι, να βρούμε δουλειά, να φτιάξουμε τη ζωή μας» λέει η αδελφή του Γεωργία Βαρή.

Ακολούθησαν κι άλλες δολοφονίες, προκηρύξεις, η εξάρθρωση της οργάνωσης και πρόσφατα η απόδραση του πολυϊσοβίτη Χριστόδουλου Ξηρού. Επειτα από κάθε απώλεια οι άνθρωποι που έμεναν πίσω καλούνταν να συνεχίσουν τις ζωές τους διαφορετικά, χωρίς ψυχολογική στήριξη από την πολιτεία. Αδέλφια θυμάτων των τρομοκρατικών επιθέσεων δεν σπούδασαν για να αναλάβουν και να στηρίξουν οικογενειακές επιχειρήσεις –όπως συνέβη με τον αδελφό του Θάνου Αξαρλιάν. Γονείς επέλεγαν για χρόνια τη σιωπή και την κοινωνική απομόνωση.

Από τις αρχές του 2000 ο σύλλογος συγγενών των θυμάτων Ως Εδώ προσπαθούσε να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη. Μερίδα της θεωρούσε δικαιολογημένα κάποια χτυπήματα μετά και τη δολοφονία, το 1976, του απότακτου αξιωματικού της Αστυνομίας και βασανιστή κατά τη δικτατορία Ευάγγελου Μάλλιου. Στην ιστοσελίδα του –που πλέον είναι ανενεργή –ο σύλλογος δημοσίευε φωτογραφίες των δολοφονημένων και διηγήσεις συγγενών τους. Ο γιος του δολοφονημένου εφοπλιστή Κωστή Περατικού και τα παιδιά του Παύλου Μπακογιάννη, Αλεξία και Κώστας Μπακογιάννης, πρωτοστάτησαν σε εκδηλώσεις μνήμης των θυμάτων της τρομοκρατίας. Η εικόνα τους, να κρατούν όλοι μαζί αναμμένα κεριά, σιωπηλοί, μπροστά στη Βουλή, άλλαξε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που η κοινή γνώμη αντιμετώπιζε την τρομοκρατία. Η Ελένη Βελούτσου, κόρη του Νίκου Βελούτσου, οδηγού του πλοιάρχου του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού Τζορτζ Τσάντες, είχε γράψει τότε στην ιστοσελίδα του συλλόγου ότι ο πατέρας της ήταν ένας «απλός υπάλληλος» και «υποψήφιος συνταξιούχος». Δολοφονήθηκε μαζί με τον Τσάντες το 1983, σε ηλικία 62 ετών.

Αυτές τις ημέρες, με αφορμή και το κάλεσμα του Χριστόδουλου Ξηρού για νέο κύκλο βίας, πρόσωπα και ιστορίες επανέρχονται στην επικαιρότητα. Από τις απώλειές τους μέχρι τη σημερινή επανεμφάνιση μεσολάβησαν αρκετά χρόνια προσαρμογής. Η Γεωργία Βαρή ήταν 25 ετών όταν σκοτώθηκε ο αδελφός της. Μόλις είχε βρει δουλειά και εκείνη ως πωλήτρια σε κατάστημα. Δική της επιθυμία ήταν να γίνει αστυνομικός, όχι του αδελφού της. Είχε αποτύχει όμως τρεις φορές στις εξετάσεις. Οι γονείς της τελικά προτίμησαν να στρέψουν τον αδελφό της προς αυτή την κατεύθυνση. «Ηταν γι’ αυτόν μια επιλογή ανάγκης. Ημασταν μια οικογένεια που ξεκίνησε δύσκολα, ο πατέρας μας ήταν αγρότης και μετά φύλακας σε εργοτάξιο» λέει. «Σχεδιάζαμε με τον διορισμό του Γιάννη να ξεκινήσουμε τις ζωές μας, να προσφέρουμε και στους γονείς μας».

Δύο χρόνια μετά την απώλεια του αδελφού της η Γεωργία Βαρή μπήκε τελικά στην Αστυνομία. «Δεν προσπάθησε να με μεταπείσει κανείς» λέει. «Επειτα από πέντε χρόνια, όταν έφτιαξα και εγώ τη δική μου οικογένεια και απέκτησα παιδιά, χάρηκαν και οι γονείς μου. Αρχισαν και αυτοί να συμμετέχουν στο δικό μου ξεκίνημα». Η μητέρα της Αγγελική Βαρή λέει ότι ο σύζυγός της επέλεξε να μη μιλάει για τη δολοφονία του γιου τους. «Μας βούλιαξε η απώλειά του» τονίζει. Στην οικογένεια δόθηκαν τότε από το κράτος 83.000 δραχμές μηνιαίας αποζημίωσης και 7 εκατομμύρια δραχμές εφάπαξ. Δεν τους παρείχε όμως κανένας ψυχολογική στήριξη.

ΟΙ ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ

Ανασφαλής ζωή

Πέρα από τους συγγενείς των δολοφονημένων της 17Ν, η δράση της τρομοκρατικής οργάνωσης επηρέασε και τη ζωή των τραυματιών. Το 1989 στο Χαλάνδρι πυροβολήθηκε στα πόδια από μέλος της οργάνωσης ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Ταρασουλέας. Εντεκα χρόνια μετά δήλωνε στα «ΝΕΑ»: «Αλλαξε η ζωή μου από τότε. Με έχει κυριεύσει μια ανασφάλεια, η οποία δεν σχετίζεται με φόβο για τη ζωή μου ή για τη ζωή κάποιου άλλου μέλους της οικογένειάς μου. Είναι μια γενικότερη ανασφάλεια που μου καθορίζει έκτοτε τη ζωή. Μια ανισορροπία στον ψυχικό μου κόσμο».