Ποιος θυμάται τα Ιμια; Οσοι είχαν την εντύπωση ότι στις 30 Ιανουαρίου του 1996 παίχτηκε η εθνική αξιοπρέπεια είναι υποχρεωμένοι να αναθεωρήσουν: παίχτηκε και η οικονομική επιβίωση της χώρας και σε έναν μεγάλο βαθμό η ηθική της. Δεκαοκτώ χρόνια μετά προκύπτει ότι μία από τις πληγές που άνοιξαν μετά τα δραματικά γεγονότα είναι και η οικονομική αιμορραγία εξαιτίας της κούρσας των εξοπλισμών που ακολούθησε – για λόγους απολύτως θεμιτούς – αλλά και του «πάρτι της διαφθοράς».

Εως εκείνο το βράδυ η Ελλάδα ήταν απλώς καλός πελάτης των πολεμικών βιομηχανιών. Μετά έγινε καλύτερος. Τα επίσημα και ακριβή στοιχεία για τους εξοπλισμούς, τα οποία συγκεντρώνουν αυτήν την περίοδο οι υπηρεσίες του υπουργείου Αμυνας, θα παρουσιάσει ο υπουργός Δημήτρης Αβραμόπουλος στη Βουλή, στις 6 Φεβρουαρίου, σε ειδική συζήτηση που ζήτησε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο, όσα στοιχεία έχουν ήδη βγει στο φως δείχνουν ότι για το 1990 η δαπάνη για εξοπλισμούς ήταν 1,8 δισ. ευρώ, το 1997 πλησίασε τα 4,5 δισ. και μεταξύ 1998 και 2006 κινήθηκε μεταξύ 5 και 5,5 δισ. ευρώ ετησίως. Αντίστοιχα αυξητικά όμως ήταν και τα φαινόμενα διαφθοράς. Επίσημοι αντιπρόσωποι και ανεπίσημοι μεσάζοντες διασταυρώθηκαν στο ημίφως με πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες. Εχοντας ακόμη και κάλυψη από μέσα ενημέρωσης και άλλους φορείς, συνέθεσαν το «έπος της μίζας». Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότερες από 20 συμβάσεις τής μετά το 1996 περιόδου ερευνώνται από τη Δικαιοσύνη.

Από αυτήν την άποψη τα Ιμια δεν έβλαψαν μόνο το κύρος της χώρας, έβλαψαν και τους προϋπολογισμούς της και με τον τρόπο τους συνέβαλαν στην υπερχρέωσή της, δεδομένου ότι τα κονδύλια για εξοπλισμούς εξασφαλίζονταν κυρίως από δάνεια και επιβάρυναν απευθείας το δημόσιο χρέος.

Οι κύριοι πωλητές οπλικών συστημάτων μεταξύ 1998 και 2008 βρίσκονταν στο τρίγωνο ΗΠΑ – Γερμανία – Γάλλια καθώς οι τρεις χώρες απορροφούσαν τα τρία τέταρτα των ελληνικών παραγγελιών. Το 1998 μάλιστα οι Αμερικανοί κάλυπταν το 58% των ελληνικών εξοπλισμών και οι Γερμανοί το 30%, περίπου. Στη συνέχεια περιορίστηκαν στο 43% και 20%, αντιστοίχως, με τους Γάλλους να κινούνται γύρω στο 12%. Τι αγοράζαμε αυτήν την περίοδο; Το 48% των εξοπλιστικών δαπανών πήγε για αεροσκάφη, το 17% για υποβρύχια, το 15% για πυραυλακάτους, το 8% για άρματα και το 5% για αντιαεροπορικά συστήματα.

Ειδικότερα τα μεγάλα ποσά δόθηκαν για τα αντιαεροπορικά Patriot (1,1 δισ. ευρώ, ΗΠΑ), για τα αεροσκάφη F-16 (πάνω από 2,8 δισ. ευρώ, ΗΠΑ), για τα Mirage και πυραύλους (περίπου 2 δισ. ευρώ, Γαλλία), για αγορά και εκσυγχρονισμό υποβρυχίων (πάνω από 2,4 δισ. ευρώ έως σήμερα, Γερμανία), για τα αντιαεροπορικά TOR-Μ1 (510 εκατ. ευρώ, Ρωσία), για συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης (530 εκατ. ευρώ, Σουηδία – Βραζιλία), για πυραύλους (430 εκατ. ευρώ, Γαλλία) και για πυραυλακάτους (415 εκατ. ευρώ Βρετανία – συμπαραγωγή).

Σε αρκετές περιπτώσεις τα οπλικά συστήματα που αποκτήθηκαν ενίσχυσαν την άμυνά της. Αλλες παραγγελίες όμως εξελίχθηκαν σε τραγέλαφο. Οι συνεχείς αγορές εξοπλιστικών συστημάτων με τα συνεχή «πενταετή προγράμματα» επιβάρυναν την οικονομία, χωρίς να είναι βέβαιο ότι ενισχύθηκε αντιστοίχως και η άμυνα, λόγω του ότι κάποια από τα συστήματα που αγοράσθηκαν είχαν πολλές ατέλειες.

Ωστόσο, ώς το 1996 τα εξοπλιστικά προγράμματα κινούνταν σε αποδεκτά πλαίσια και συνήθως τις δαπάνες για την Αμυνα υπερψήφιζε και η εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση που καταψήφιζε τον προϋπολογισμό. Αν εξαιρεθεί η δυσθεώρητη για τα δεδομένα της εποχής «αγορά του αιώνα» τη δεκαετία του 1980 και μια υπόθεση με γερμανικά άρματα τη δεκαετία του 1970, υποθέσεις εξοπλισμών με οσμή σκανδάλου δεν είχαν κυριαρχήσει στον δημόσιο βίο. Υπήρχε και ένα είδος ανοχής, λόγω τη φύσης του θέματος.

Το 1993 η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ πάγωσε ένα γιγαντιαίο πενταετές πρόγραμμα εξοπλισμών που άφησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αλλά μετά τα Ιμια οι αγορές εκτοξεύθηκαν καθώς διαπιστώθηκε ότι παρά τις αγορές των προηγούμενων δεκαετιών η άμυνα της χώρας είχε τρύπες. Συχνά μάλιστα εμφανίζονταν μεγαλύτερες από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα, για αυτονόητους λόγους. Και για τους ίδιους λόγους υπερτονίζονταν οι εξοπλισμοί της Τουρκίας με την οποία μπήκαμε σε μια ιδιότυπη κούρσα. Υπολογίζεται ότι μεταξύ 1996-2006 εκταμιεύθηκαν για εξοπλισμούς περισσότερα από 25 δισ. ευρώ, αλλά οι παραγγελίες ήταν μεγαλύτερες.

Λόγω του κλίματος που δημιουργήθηκε μετά το φιάσκο των Ιμίων, το εξοπλιστικό πρόγραμμα είχε πλέον και τη συγκατάθεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπό τον Μιλτιάδη Εβερτ που επισκεπτόταν συχνά το Πεντάγωνο. Ηταν ίσως το μόνο θέμα στο οποίο η κυβέρνηση Σημίτη είχε ευρύτερη στήριξη, όχι μόνο για τις παραγγελίες αλλά και για τον δανεισμό. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, μεταξύ 1997-2003 τα δάνεια αποκλειστικά για να αγορασθούν οπλικά συστήματα ξεπέρασαν τα 15 δισ. ευρώ.

Με τόσο υψηλές εξοπλιστικές δαπάνες μπορεί η Ελλάδα να εξασφάλισε καλύτερη αμυντική θωράκιση, αλλά εγχώρια πολεμική βιομηχανία δεν απέκτησε, όπως συνήθως συμβαίνει σε άλλες χώρες και ειδικότερα στην Τουρκία. Η ελληνική αμυντική βιομηχανία δεν έγινε ποτέ ανταγωνιστική και δεν κατάφερε να καλύψει τις εσωτερικές ανάγκες.

Πολύ συχνά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μια παραγγελία όπλων σε μια χώρα δημιουργούσε την υποχρέωση να ακολουθήσει και μια αντίστοιχη σε άλλη χώρα. Π.χ. όταν η Ελλάδα μπήκε στη συζήτηση για την παραγωγή του Eurofighter, η τότε κυβέρνηση της ΝΔ για να αντιμετωπίσει τις αμερικανικές πιέσεις αγόρασε 30 F-16, προκαλώντας δυσαρέσκεια στους Ευρωπαίους που ανέμεναν να διασφαλιστούν οι πωλήσεις αεροσκάφους από τις χώρες της Ευρώπης. Αυτό έδειχνε ότι η θρυλούμενη «διπλωματία των εξοπλισμών» όχι μόνο δεν εξασφάλιζε υποστήριξη της Ελλάδας από τις χώρες που της πωλούσαν όπλα, αλλά οδηγούσε στην αγορά περισσότερων όπλων.

Οργιο ελαττωματικών εξοπλισμών

Η αύξηση των κονδυλίων για την Αμυνα κρίθηκε απαραίτητη εξαιτίας των απειλών που αντιμετώπιζε η χώρα μετά τα Ιμια.Σε πολλές περιπτώσεις όμως οι εξοπλισμοί ήταν αμφιλεγόμενοι. Τα οπλικά συστήματα δεν είχαν τις κατάλληλες προδιαγραφές, έλλειπαν εξαρτήματα, δεν υπήρχαν ανταλλακτικά, δεν ήταν συμβατά με άλλα συστήματα, εγχώρια ή του ΝΑΤΟ και συχνά αποπληρώνονταν χωρίς να παραδοθούν, ενώ τις τιμές φούσκωναν οι μίζες. Το δίκτυο των μεσαζόντων στο παρασκήνιο και η επίμονη επικοινωνιακή πολιτική στο προσκήνιο, συχνά με διακομματική κάλυψη, δεν επέτρεπαν να φανούν αυτές οι αδυναμίες εγκαίρως.

Οι προμηθευτές

Μεταξύ 1998 και 2008 ΗΠΑ, Γερμανία και Γαλλία απορροφούσαν τα τρία τέταρτα των ελληνικών παραγγελιών. Το 1998 οι Αμερικανοί κάλυπταν το 58% των ελληνικών εξοπλισμών και οι Γερμανοί το 30%, περίπου. Στη συνέχεια περιορίστηκαν στο 43% και 20%, αντιστοίχως, με τους Γάλλους να κινούνται γύρω στο 12%.