Συμβιβασμό ανάμεσα στα συμφέροντα των επιχειρήσεων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και των περιβαλλοντικών οργανώσεων από τη μια πλευρά, και της βιομηχανίας από την άλλη, αποτελεί το σχέδιο των προτάσεων για την ενεργειακή πολιτική και το κλίμα ώς το 2030, που ανακοίνωσε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η Κομισιόν προτείνει αφενός πιο φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, στο 40% κάτω από τα επίπεδα του 1990 (έναντι 20% που ήταν ο στόχος για το 2020), αλλά την ίδια στιγμή ζητά χαλάρωση των στόχων για τις ΑΠΕ, εξέλιξη που συνδέεται με την οικονομική κρίση. Το γεγονός αυτό προκαλεί ήδη τις πρώτες αντιδράσεις εκ μέρους των περιβαλλοντικών οργανώσεων που κατηγορούν την Κομισιόν ότι υποκύπτει στις πιέσεις των ενεργοβόρων βιομηχανιών της Ευρώπης.

Κάτω από το βάρος του υψηλού ενεργειακού κόστους της Ευρώπης και υπό την πίεση της βιομηχανίας για χαμηλότερες τιμές έναντι των βασικών ανταγωνιστών της (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία), η Κομισιόν κατέληξε σε μια συμβιβαστική λύση, ανακοινώνοντας ότι ο νέος στόχος για τη διείσδυση των ΑΠΕ στην κατανάλωση ώς το 2030 θα είναι το 27% (από 30% και πάνω που ζητούσαν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις) και, το σπουδαιότερο, ότι θα αφορά τον μέσο όρο της ΕΕ, χωρίς να είναι δεσμευτικός για τις χώρες-μέλη, όπως συμβαίνει σήμερα.

Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι μια χώρα θα μπορεί να αποφασίσει διείσδυση των ΑΠΕ στο 35% και μια άλλη στο… 15% του ενεργειακού της ισοζυγίου. Παράλληλα, ο στόχος θα μπορεί να προσαρμόζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χώρας. Για παράδειγμα, χώρες με μεγάλο αιολικό δυναμικό θα μπορούν να αναπτύξουν περισσότερα αιολικά πάρκα, ενώ χώρες με μεγάλη ηλιοφάνεια, περισσότερα φωτοβολταϊκά κ.ο.κ.

ΤΙ ΛΕΕΙ Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ. Αντίθετα απ’ ό,τι για τις ΑΠΕ, όπου ο στόχος 27% αφορά τον μέσο όρο της ΕΕ, ο στόχος 40% για τη μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου ώς το 2030 είναι δεσμευτικός για κάθε χώρα, γεγονός που προβληματίζει τη βιομηχανία. Και στην περίπτωση αυτή οι περιβαλλοντικές οργανώσεις θεωρούν ότι το ποσοστό αυτό είναι χαμηλό για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

«Είναι προφανές ότι ένας τέτοιος στόχος επιβαρύνει τη βιομηχανία, εκτός κι αν υπάρξουν ισοδύναμα μέτρα, όπως η επιδότηση των επιχειρήσεων για το κόστος των ρύπων, μέτρο που ισχύει ήδη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Πριν η Κομισιόν λάβει τις τελικές της αποφάσεις, θα πρέπει να δει τι θα κάνει για να μειώσει το ενεργειακό κόστος, όπως αναφέρει και στο υπόμνημα που έδωσε στον Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης Βιομηχάνων Εμα Μαρτσεγκάλια» σχολιάζουν κύκλοι μεγάλης ελληνικής βιομηχανίας.

«Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η ΕΕ έχει την πρωτοκαθεδρία διεθνώς αναφορικά με την πολιτική για το κλίμα» ανέφερε χθες ο Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο παρουσιάζοντας το σχέδιο της Κομισιόν. «Ο πλανήτης θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση αν και οι άλλες μεγάλες οικονομίες έθεταν στόχους παρόμοια φιλόδοξους με αυτούς της ΕΕ» σχολίασε από την πλευρά της η επίτροπος για την Κλιματική Αλλαγή, Κόνι Χέντεγκαρντ.

Οι διαφορές

Καθεμία από τις ισχυρότερες χώρες-μέλη έκανε ό,τι μπορούσε για να υποστηρίξει τη δική της βιομηχανία. Για παράδειγμα, η Βρετανία, που αναπτύσσει πυρηνικούς σταθμούς ενέργειας και ενδιαφέρεται να αρχίσει να εξορύσσει σχιστολιθικό αέριο, έδωσε μάχη υπέρ ενός ισχυρού δεσμευτικού στόχου για τη μείωση του CO2 αλλά όχι και για τις ΑΠΕ. Αντίθετα η Γερμανία, που έχει κάνει στροφή από τα πυρηνικά στον λιθάνθρακα αλλά έχει αυξήσει τη διείσδυση των ΑΠΕ με τίμημα το ηλεκτρικό ρεύμα της να συγκαταλέγεται στα ακριβότερα εντός ΕΕ, έδωσε μάχη υπέρ των δεσμευτικών στόχων για τις ΑΠΕ αλλά όχι για το CO2.