Ενα εμπιστευτικό έγγραφο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) που ήρθε στη δημοσιότητα στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου ανέφερε πως υπάρχει πρόταση να μειωθεί στο μισό (στο 5% από 10%) το ποσοστό των θερμίδων που προσλαμβάνουμε μέσω των ελεύθερων σακχάρων. Μολονότι η πρόταση δεν έχει πάρει επίσημη μορφή, άναψε και πάλι τη συζήτηση ανάμεσα σε επιστήμονες, διατροφολόγους και βιομηχανίες για την ποσότητα της ζάχαρης που θα πρέπει να καταναλώνουμε και για τους κινδύνους που εγκυμονεί αυτό. Δεν αποκλείεται δε να αποτελέσει την αφορμή για ακόμη μία συνέχεια στον «πόλεμο της ζάχαρης» που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στις μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων και τους ειδικούς.

Σήμερα η οδηγία που ισχύει διεθνώς είναι ότι οι πολίτες δεν θα πρέπει να παίρνουν περισσότερο από το 10% της ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων μέσω της ζάχαρης. Αυτό ισχύει από το 2003 και ήταν η τελευταία φορά που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας πρότεινε να μπει όριο στην ποσότητα που καταναλώνουν οι πολίτες.

Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, ελεύθερα σάκχαρα θεωρούνται όλα εκείνα «που προστίθενται στις τροφές από τους παρασκευαστές ή τους καταναλωτές, καθώς και όσα περιέχονται έτσι κι αλλιώς στο μέλι, τα σιρόπια και τους φρουτοχυμούς».

Για τους έλληνες επιστήμονες, ανεξαρτήτως τού αν η πρόταση του ΠΟΥ προχωρήσει και εφαρμοστεί τελικώς, αυτό που προέχει είναι η Πολιτεία να ενημερώνει αποτελεσματικά τους πολίτες για τους κινδύνους που εγκυμονεί η αυξημένη κατανάλωση ζάχαρης. «Είναι σωστό να ελαττωθεί κι άλλο η πρόσληψη ζάχαρης. Εχει λογική. Εκτιμώ όμως ότι αυτό δεν θα εφαρμοστεί στην πράξη από τους πολίτες. Το πρόβλημα είναι πώς θα πείσεις τον κόσμο να αλλάξει συμπεριφορά. Πώς θα τον προτρέψεις να κάνει άλλες διατροφικές επιλογές. Εκεί πρέπει να ρίξει το βάρος η Πολιτεία με ενημέρωση και εκπαίδευση για τη σωστή διατροφή», επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο ομότιμος καθηγητής Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης ΑντώνηςΚαφάτος.

Παρόμοια άποψη διατυπώνει και ο δρ ΜιχάληςΧουρδάκης, λέκτορας Ιατρικής Διατροφής στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Διατροφής και Μεταβολισμού.

Στις δυτικές χώρες, λέει, και ειδικά σε όσες ακολουθούν το πρότυπο των ΗΠΑ, η κατανάλωση ζάχαρης είναι ιδιαίτερα μεγάλη και παρουσιάζει αύξηση. «Στη χώρα μας υπάρχει αντίστοιχη αύξηση σε σχέση με παλαιότερη. Είναι απαραίτητο να υπάρξουν οι κατάλληλες δράσεις ενημέρωσης του κοινού γύρω από τους κινδύνους της αυξημένης κατανάλωσης ζάχαρης όσο και για τις πηγές αυτής (κρυφές και φανερές). Με αυτόν τον τρόπο θα καταστεί δυνατή η στροφή του καταναλωτικού κοινού προς περισσότερο υγιείς επιλογές». Στην ενημέρωση των καταναλωτών, συμπληρώνει ο κ. Χουρδάκης, μπορεί να συνδράμει και η βιομηχανία τροφίμων προσφέροντας τα αντίστοιχα προϊόντα και βελτιώνοντας το εταιρικό της προφίλ, αλλά και προωθώντας εαυτόν ως υπέρμαχο της υγείας. Πρόβλημα αποτελεί και η λεγόμενη κρυμμένη ζάχαρη, δηλαδή τρόφιμα που δεν πηγαίνει το μυαλό μας ότι μπορεί να περιέχουν ζάχαρη, τελικά δεν είναι και τόσο «αθώα». Οπως σημειώνει ο κ. Χουρδάκης, τα προϊόντα αυτά είναι πολλά. «Το πιο συχνό είναι το ψωμί. Απλό ή του τοστ.

Είναι εξαιρετικά σπάνιο να αγοράσει κανείς ψωμί χωρίς αυξημένη προσθήκη ζάχαρης, σε σχέση με παλαιότερα». Ζάχαρη, συμπληρώνει, «υπάρχει σε πολλά γαλακτοκομικά προϊόντα, τύπου γιαούρτης. Εμφανίζονται ως χαμηλών λιπαρών (και είναι), αλλά έχουν αυξημένη προσθήκη ζάχαρης. Ζάχαρη έχουν πολλά ροφήματα, είτε πρόκειται για χυμούς (όλοι όσοι δεν είναι 100% χυμός, περιέχουν ζάχαρη), αλλά και αναψυκτικά με ανθρακικό που δεν είναι light. Φυσικά όλα σχεδόν τα συσκευασμένα τρόφιμα με βάση το αλεύρι, τα «υγιεινά» δημητριακά βρίθουν ζάχαρης, η κέτσαπ. Ο κατάλογος είναι ατελείωτος». Γι’ αυτό η πρότασή του συνίσταται στην «εκπαίδευση του καταναλωτή ώστε να διαβάζει τις ετικέτες τροφίμων».