Ας ξεκινήσουμε σήμερα με κάτι πιο πρακτικό. Αν δεν έχετε τι να κάνετε το διάστημα μεταξύ 6 και 16 Αυγούστου, κλείστε από τώρα τα εισιτήριά σας για τη Νέα Υόρκη.

Οι «Δούλες» του Ζενέ, με την Κέιτ Μπλάνσετ και την Ιζαμπέλ Ιπέρ, μετακομίζουν από την Αυστραλία στο θερινό φεστιβάλ του Lincoln Center και σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις η παράσταση θα γίνει και πάλι talk of the town όπως είχε συμβεί πριν από δύο καλοκαίρια, τότε που στο πλαίσιο του ίδιου φεστιβάλ η Κέιτ Μπλάνσετ έπαιξε στον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ και έκανε τους Νεοϋορκέζους να παραμιλούν. Αν μάλιστα η αγαπημένη Κέιτ έχει καταφέρει μέχρι τότε να ενθυλακώσει και το φετινό Οσκαρ για την ερμηνεία της στη «Θλιμμένη Τζάσμιν» του Γούντι Αλεν, αξίζει νομίζω τον κόπο να κοιμηθείτε όρθιοι έξω από τα γκισέ του θεάτρου έστω για μια νύχτα. Συγγνώμη, βρε Ιζαμπέλ, αλλά κάποιες κυρίες έχουν το κοκαλάκι της νυχτερίδας.

Η ιρλανδή ποιήτρια Σινέιντ Μορισέι είναι εδώ και λίγες ημέρες η νέα κάτοχος του βραβείου TS Eliot. Η διάκριση, που συνοδεύεται από μεγάλο χρηματικό έπαθλο, συγκίνησε τις βρετανικές εφημερίδες και για έναν κάπως παράξενο λόγο. Το ποίημά της «Ζήτημα ζωής και θανάτου» είναι εμπνευσμένο από ταινία του 1946, όπου ο Ντέιβιντ Νίβεν παίζει τον ρόλο ενός πιλότου της RAF. Το αεροπλάνο του δέχεται εχθρικά πυρά και ο ίδιος ανεβαίνει στους ουρανούς από μια μαγική κυλιόμενη σκάλα. Επειδή κανένα έργο της δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα ελληνικά, δεν θα μπω στον πειρασμό.

Μπορεί να μην έχουμε δική μας ταινία στα φετινά Οσκαρ – από την εποχή του «Κυνόδοντα» –, έχουμε όμως ένα αχτύπητο ελληνικό δίδυμο. Ο Αλεξάντερ Πέιν με την ταινία «Νεμπράσκα» και ο οπερατέρ του Φαίδων Παπαμιχαήλ (φωτογραφία) είναι από την περασμένη εβδομάδα οι υποψηφιότητες της καρδιάς μας. Γιος του μόνιμου σκηνογράφου του Τζον Κασσαβέτη, στενός συνεργάτης του Τζορτζ Κλούνι και του Ολιβερ Στόουν, ο Φαίδων Παπαμιχαήλ έγινε ανάρπαστος από το Χόλιγουντ άμα τη εμφανίσει. Μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Λος Αντζελες και Λεωνιδίου Κυνουρίας και απέναντι στον φακό του έχουν κατά καιρούς σταθεί σούζα ο Χοακίν Φίνιξ, ο Νίκολας Κέιτζ, ο Τζον Τραβόλτα, ο Ντάστιν Χόφμαν και ο Τομ Κρουζ.

Μια και το ‘φερε η συζήτηση για τους ξενιτεμένους μας, ας προστεθεί και τούτο. Πάνε κοντά δύο χρόνια από τότε που ο ελληνογερμανός σκηνοθέτης Σαράντος Ζερβουλάκος είχε μιλήσει σ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα για τα πρώτα του βήματα σε γερμανόφωνα θέατρα, όπως το περίφηµο Μπούργκτεατερ της Βιέννης, το Ζάλτσµπουργκ και το Κρατικό Θεάτρο της Χαϊδελβέργης. Αυτη τη φορά ανακαλύψαμε το όνομά του στο πρόγραμμα του Θεάτρου του Ντύσελντορφ, όπου σκηνοθετεί το αριστούργημα του Οσκαρ Ουάιλντ «Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός», πλαισιωμένος κι από άλλα δικά μας παιδιά της Διασποράς, όπως η ηθοποιός Ελενα Παπαπαύλου και η χορογράφος Ευγενία Καρλάκη. Στα τριάντα τρία του χρόνια ο Σαράντος Ζερβουλάκος έχει στο ενεργητικό του εξαιρετικές κριτικές και sold out παραστάσεις, όπως η «Μήδεια» και η «Λυσιστράτη» που ανέβασε σε γερμανικές, αυστριακές και ελβετικές σκηνές. Μιλάει άπταιστα ελληνικά, γνώρισε την Ελλάδα μέσα από τις ταινίες του Θανάση Βέγγου και οι παραστάσεις του αποτελούν μιας πρώτης τάξεως εναλλακτική για τους ομογενείς που η νοσταλγία τους οδηγεί συχνά – πυκνά σε συναυλιακές και θεατρικές αρπαχτές, ονόματα δεν λέμε, συγκλονιστικές καριέρες δεν θίγουμε.