Πρόταση για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού της επόμενης διετίας με την εφαρμογή μιας διαδικασίας για την οριστική φορολογική περαίωση περιουσίας για εταιρείες και ιδιώτες έναντι καταβολής ενός ποσού, κατέθεσε ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς Μιχάλης Σάλλας. Μιλώντας στην ημερίδα του ΣΕΒ, είπε ότι με τον τρόπο αυτό θα δημιουργηθεί η κατάλληλη ηρεμία που απαιτείται για το επενδυτικό περιβάλλον και επιπλέον θα επιτευχθεί η άνετη κάλυψη του όποιου δημοσιονομικού κενού της επόμενης διετίας. Μάλιστα, στο περιθώριο της εκδήλωσης κ. Σάλλας προσδιόρισε τα έσοδα που μπορούν να αντληθούν μεταξύ 7 έως 10 δισ. ευρώ, εφόσον πειστούν όλοι πως πρόκειται για μια οριστική διευθέτηση με το παρελθόν.

Εξάλλου, σε άλλο σημείο της ομιλίας του υπογράμμισε πως κομβικό σημείο για την έξοδο από την κρίση αποτελεί η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, η οποία στον βαθμό που η πολιτεία εφαρμόζει τη μεταρρυθμιστική πολιτική και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι των δανειστών θα μπορούσε να διασφαλιστεί εντός του 2014 στο πλαίσιο των δεσμεύσεων των εταίρων μας για ελάφρυνση του χρέους, με πιθανότερη εκδοχή την επέκταση της διάρκειας και μια περαιτέρω μείωση του επιτοκίου των δανείων.

Ενα ρεαλιστικό σενάριο στην κατεύθυνση τού να καταστεί το δημόσιο χρέος βιώσιμο με τρόπο πειστικό για τις αγορές, περιοριζόμενο μέχρι το 2020 κάτω του 100% του ΑΕΠ, για τον κ. Σάλλα προϋποθέτει: 1. τη μείωση του επιτοκίου δανεισμού κατά 50% στο «κρατικό χρέος» (των 210 δισ. ευρώ) καθώς και την εξασφάλιση σταθερών επιτοκίων μέχρι το 2020,

2. τη μετακύλιση των 17,5 δισ. ευρώ (που αφορούν την ECB και άλλες κεντρικές τράπεζες) από τα 41 δισ. χρέους που λήγουν το 2014 και 2015 για τουλάχιστον 15 έτη, και

3.  τη μεταφορά στον ESM χρέους 25 δισ. ευρώ, ποσό με το οποίο το ΤΧΣ χρηματοδότησε τα κεφάλαια των 4 συστημικών τραπεζών.

Ακόμα και στην περίπτωση που το επιτόκιο δανεισμού δεν αλλάξει, το χρέος περιορίζεται στο 110% του ΑΕΠ. Και κατέληξε υποστηρίζοντας ότι «η διαμόρφωση συνθηκών βιωσιμότητας του χρέους και αναβάθμισης του αξιόχρεου της χώρας θα οδηγήσει στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και την αποκατάσταση αξιοπιστίας των ελληνικών τραπεζών, ανοίγοντας τον δρόμο για την εξασφάλιση ρευστότητας και με πιο ανταγωνιστικούς όρους».