Οι σχέσεις των ατόμων με το χρήμα είναι γενικώς περίπλοκες και συχνά αντιφατικές. Παρότι αφιερώνουμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας σε δραστηριότητες που στοχεύουν στην απόκτησή του, η συσσώρευσή του προκαλεί ακόμη ενόχληση ή αμηχανία σε τρίτους και κρυψίνοια ή ντροπή στους δικαιούχους του. Επίσης, παρότι η σπατάλη θεωρείται επιλήψιμη, η κατανάλωση προβάλλεται ως πρωταρχική αξίωση και αντικείμενο οικονομικοπολιτικών στρατηγικών. Και ακόμη, παρότι η κατοχή και αξιοποίηση του χρήματος πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες απόκτησης υλικών αγαθών, ο κορεσμός δεν έρχεται ποτέ.

Ουδέποτε το χρήμα υπήρξε απλό μέσο συναλλαγής. Ο Μαρσέλ Μος, ήδη από το 1914, το χαρακτήρισε «κατ’ ουσίαν κοινωνικό φαινόμενο». Ο Μαξ Βέμπερ εντόπισε στη σχέση του με τις ηθικές αξίες τα θεμέλια πολλών οικονομικών πρακτικών. Στην πραγματικότητα, το χρήμα είναι το απόλυτο ηθικό φαινόμενο, καταδικασμένο να προκαλεί, να σοκάρει και να γεννά πάθη και συναισθηματικές αμφισημίες. Για αιώνες πριν από την εμφάνιση του καπιταλισμού περιβαλλόταν από τον καταγγελτικό λόγο φιλοσόφων, θεολόγων και λοιπών ηθικολόγων, που δεν έβλεπαν σε αυτό παρά την ενσάρκωση του κακού. Από τα τέλη του 18ου αιώνα, άρχισε σταδιακά να αποθεώνεται και να γίνεται παντιέρα της φιλελεύθερης άποψης για την επίτευξη της ατομικής ελευθερίας και της προσωπικής αυτονομίας. Ώς σήμερα εμφανίστηκε και μια τρίτη άποψη που το βλέπει εργαλειακά, ως ένα μέσο διευκόλυνσης των συναλλαγών –άποψη που μπορεί να φθάσει, στις ακραίες της μορφές, μέχρι τον κυνισμό.

Στην Ελλάδα της κρίσης, η σχέση των ανθρώπων με το χρήμα έχει διαταραχθεί ριζικά. Η μείωση του διαθέσιμου, ρέοντος χρήματος σε συνδυασμό με την ταχύτατη και επιβεβλημένη εκ των συνθηκών αλλαγή του ιδιοκτησιακού του καθεστώς, από τους ιδιώτες στο κράτος και από τους ιδιώτες στις τράπεζες, έρχεται σε πλήρη αντίφαση με το κυρίαρχο μοντέλο της αμέσως προηγούμενης ιστορικής περιόδου κατά την οποία αφθονούσε και κατευθυνόταν περισσότερο από το κράτος και τις τράπεζες προς τους ιδιώτες. Πλέον, η όποια αναφορά στα ατομικά εισοδήματα και τις περιουσίες φίλων και γνωστών, πολλώ δε μάλλον η δημοσιοποίηση των φορολογικών δηλώσεων δημοσίων προσώπων, προκαλεί οργή και εκνευρισμό. Η πρακτική τής μη αποπληρωμής των χρεών κυμαίνεται ανάμεσα στην απόλυτη καταγγελτική διαμονοποίηση και τη συναισθηματική, συγχωρητική κατανόηση. Οι κοινωνικές ομάδες που προσδιορίζονται με βάση την κατοχή χρήματος, τον πλούτο ή τη φτώχεια, ξαναμοιράζονται –κανείς δεν ξέρει σε ποια ομάδα θα καταλήξει μετά το πέρας της κρίσης.

Η σχέση των Ελλήνων με το χρήμα γενικά και τα χρήματά τους ειδικότερα δοκιμάζεται και για άλλους δύο λόγους. Ο πρώτος σχετίζεται με τη «νομισματοποίηση» της καθημερινής ζωής που ξεκίνησε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 (με την ενασχόληση μεγάλης μερίδας κόσμου με το Χρηματιστήριο και την επερχόμενη είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ) και εντάθηκε με την κρίση. Το χρήμα των Ελλήνων δεν είναι ένας αφηρημένος άυλος μεσάζων που εξασφαλίζει την απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών, αλλά ένα πολύ συγκεκριμένο και φορτισμένο σύμβολο γεωπολιτικής ταυτότητας, από το οποίο απαιτείται η αξιοπιστία, και ως εμπορεύσιμο αγαθό και το ίδιο στην αγορά χρήματος. Οι Ελληνες βρίσκονται έτσι να μοιράζονται το ίδιο χρήμα με λαούς, χωρίς να μοιράζονται τις ίδιες οικονομίες.

Ο δεύτερος λόγος αφορά τις τεχνολογικές αλλαγές που επιδρούν αναπόφευκτα πάνω στις οικονομικές πρακτικές των πολιτών και δημιουργούν σχέση δύο ταχυτήτων. Αφενός, οι νεότερες ηλικιακές ομάδες, οι εξοικειωμένες με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και τη διαχείριση λογαριασμών και χρεών στον υπολογιστή, δεν έχουν στην κατοχή τους μεγάλα χρηματικά ποσά και βρίσκονται αποκλεισμένοι από τις περισσότερες υπηρεσίες που διαθέτουν οι τράπεζες, όπως π.χ. η έκδοση πιστωτικής κάρτας σε χαμηλά εισοδήματα. Αφετέρου, οι γηραιότεροι, με περισσότερα χρήματα στην κατοχή τους, επιζητούν ακόμα την απτική επαφή με τα χαρτονομίσματα και τη διαπροσωπική συναλλαγή στο ταμείο της τράπεζας, παραμένοντας καχύποπτοι στις τεχνολογικές εξελίξεις αλλά και στις τολμηρές επενδυτικές προτάσεις.

Η πολλαπλώς φορτισμένη σχέση των Ελλήνων με το χρήμα δεν είναι μόνο προϊόν της κρίσης που διανύει η χώρα αλλά, σε κάποιο βαθμό, φρενάρει κιόλας την έξοδό της από αυτήν. Το στοίχημα είναι η ανάδειξη μια νέας οικονομικής νοοτροπίας και διαχείρισης του χρήματος που δεν θα θυμίζει ούτε την αλόγιστη σπατάλη και την επιδειξιομανή κατανάλωση των τελευταίων πριν από την κρίση χρόνων ούτε την ενοχή και την καχυποψία που ακολούθησαν. Γιατί το χρήμα είναι και θα παραμείνει η βασική παράμετρος της ηθικής μας διάστασης.
Η Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτικός επιστήμων, υπ. διδάκτωρ Κοινωνιολογίας

στο EHESS (Paris)