Η αμαξοστοιχία των 16.15 της περασμένης Δευτέρας, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη, έφθασε στη μακεδονική πρωτεύουσα με καθυστέρηση μισής ώρας. Αντί για τις 21.45, στις 22.15. Μικρό το κακό. Το οδυνηρό υπήρξε ο συναγελασμός με πέντε μαθητές της Στ’ τάξης ενός δημοτικού σχολείου που με τη δασκάλα τους επέστρεφαν στην –κατά πάσα πιθανότητα- γενέθλια πόλη τους. Είχαν έρθει για ένα 48ωρο, με τον ίδιο τρόπο, σιδηροδρομικώς, στην Αθήνα για να παρευρεθούν στην απονομή κάποιου βραβείου –χωρίς όμως από τις κουβέντες τους να μπορεί να καταλάβει κανείς κάτι περισσότερο.

Για τον απλούστατο λόγο πως ό,τι έλεγαν μεταξύ τους ή ό,τι ανακοίνωναν με τα κινητά σε γονείς, παππούδες, θείους, ξαδέλφια, συμμαθητές –δεν αποκλείεται και σε φίλους των γονιών τους –ήταν πως η απονομή του βραβείου έγινε παρόντος του ηθοποιού Γιώργου Καπουτζίδη και οι ταξιδεύοντες μαθητές είχαν φωτογραφισθεί μαζί του. Δωδεκάχρονα παιδιά αισθάνονταν να έχουν καταξιωθεί σε τέτοιο βαθμό με την παρουσία του ηθοποιού ώστε έπρεπε να ενημερωθούν οι πάντες για το «μεγάλο» γεγονός. Με τη συνηγορία μάλιστα της δασκάλας που μοιραζόταν –αφού σίγουρα θα είχε φωτογραφισθεί και αυτή μαζί –την ασυγκράτητη χαρά των μαθητών της καθώς δεν παρέλειψε να αναφέρει το περιστατικό με όσους συνομίλησε και η ίδια στο τηλέφωνο.

Θα ήταν υπερβολή να μιλήσει κανείς για διαφθορά, αλλά θα ήταν και πολύ λίγο να χαρακτηρίσει το περιστατικό ως μια έκφραση μόνον εθισμού στην αναξιοπρέπεια. Να χαίρεσαι γιατί ήρθες σε μια ολιγόλεπτη επαφή με ένα πρόσωπο που η αξία του έγκειται στο ότι είναι γνωστό –πασίγνωστο θέλετε; πασίγνωστο -, είναι σαν να ανοίγεις με τα ίδια σου τα χέρια ένα τρομερό κενό στη ζωή σου που δεν πρόκειται να γεμίσει με τίποτα. Δεν μιλάμε για την αναξιοπρέπεια του να νιώθεις ότι συνιστά σχέση η επαφή με έναν άνθρωπο που εκ των πραγμάτων δεν θα μάθει ποτέ το όνομά σου και δεν θα ανταλλάξεις ποτέ μαζί του δύο κουβέντες της προκοπής. Να αποδέχεσαι και μάλιστα να επαίρεσαι με το να θεωρείς επικοινωνία το αποκλειστικά προσωπικό σου, χωρίς αντίκρισμα, ενδιαφέρον, χωρίς να αντιλαμβάνεσαι ότι πρόκειται για μια μονομέρεια συνώνυμη της δουλικότητας.

ΤΟ ΑΚΟΜΗ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΤΕΡΟ είναι να αισθάνεσαι στην τρυφερή ηλικία των δώδεκα χρόνων ότι αποκτάς αξία με την, αν και προγραμματισμένη, τυχαία στην ουσία συνάντηση με έναν ηθοποιό που ακόμη και καθολικώς αποδεκτός, πάλι θα υπήρχε πρόβλημα. Και αν όλα αυτά είναι δύσκολο να τα αντιληφθούν μαθητές της τελευταίας τάξης του δημοτικού σχολείου, πώς δεν τα διανοούνται οι ώριμοι γονείς και συγγενείς τους, αφού για να τους ανακοινώνουν περιχαρείς την φωτογράφισή τους με έναν ηθοποιό, σημαίνει ότι θα γίνονταν και αυτοί το ίδιο ευτυχείς.

Είναι τρομερό να ακούει ένα παιδί στο σχολείο να του μιλάνε για την αξία της ελευθερίας και στην πραγματικότητα να εκπαιδεύεται ως δούλος. Κάτι χειρότερο: ως εθελόδουλος. Το να προσέρχεσαι αυτοβούλως θαυμαστικά για οποιονδήποτε άνθρωπο, χωρίς κανένα άλλο αποδεικτικό της αξίας του πέραν της διασημότητάς του, σημαίνει μια ισόβια εκπαίδευση σε αυτού του είδους την εθελοδουλία. Δεν είναι λίγες οι φορές που πολλοί γνωστοί και διάσημοι καλλιτέχνες, υποψιασμένοι όμως, έχουν εκφραστεί επιφυλακτικά ή με απορία για τη διασημότητά τους. Αν και σε ποιο βαθμό έχει κάποια αξία ή ότι συνιστά μια τροχοπέδη προκειμένου να τους γνωρίσει κανείς πραγματικά. Εύκολα αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει ένα αμφισβητούμενο στοιχείο, σε σχέση με ανθρώπους που το εκφράζουν, όπως αυτό της διασημότητας, να γίνεται για τους άλλους ένας ασφαλής τρόπος επικοινωνίας.