Ας φανταστούμε, λοιπόν, τον ξινό Ολι Ρεν, με τα ήπατα κομμένα από τη συνάντησή του με τον Αλέξη Τσίπρα αυτοπροσώπως, να σπεύδει, ως άλλος Σαούλ, να υιοθετεί την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ: Κούρεμα του δημόσιου χρέους της Ελλάδας και μορατόριουμ καταβολής των τόκων και πρόβλεψη ότι στο μέλλον οι πληρωμές θα γίνονται με «αναπτυξιακή ρήτρα».

Και μετά;

Ή, ακόμη καλύτερα, ας φανταστούμε το πνεύμα των Χριστουγέννων να επισκέπτεται στο ενύπνιόν του τον Εμπενίζερ Σόιμπλε και να του μαλακώνει την καρδιά. Κι αυτός να αναφωνεί, όπως ο ήρωας της χριστουγεννιάτικης ιστορίας του Ντίκενς, «καλύτερα να σε περιγελούν παρά να σε περιφρονούν» και να καλεί τον Τόμας Βίζερ από τις πίστες του σκι και τον πιστό Ασμουσεν από τους πύργους της Φρανκφούρτης και να τους δίνει εντολή να γίνει αμέσως μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και μια μετάγγιση κεφαλαίων, ένα πουγκί ευρώ, για να εκκινήσει η ανάπτυξη στην Ελλάδα.

Και μετά;

Ή –αφήνοντας τη φαντασία κατά μέρος –ας σκεφθούμε τι θα γινόταν αν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δέχονταν μια πρόταση λογική και πολιτικά εφικτή, σαν αυτή που διατύπωσε χθες ο Νίκος Χριστοδουλάκης: Να μειώσουν, χωρίς πολιτικά δύσπεπτο κούρεμα χρέους, τα επιτόκια για την Ελλάδα κατά 1% ετησίως. Να χρεώσουν την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών απευθείας στον ευρωπαϊκό μηχανισμό (μειώνοντας αμέσως κατά 25% το ελληνικό χρέος). Και να προσφέρουν μια αναπτυξιακή ενίσχυση της τάξης των 2,2 δισ. τον χρόνο (που με έναν εύλογο πολλαπλασιαστή θα έφερνε ανάπτυξη της τάξης του 1,4% του ΑΕΠ τον χρόνο), ώστε, με ένα ασήμαντο συνολικό κόστος για τους Ευρωπαίους της τάξης των 28 δισ. σε μια επταετία και χωρίς δύσκολες πολιτικά αποφάσεις, να επιτευχθεί μια γρήγορη αποκλιμάκωση του ελληνικού χρέους σε επίπεδα κάτω του 120% ώς το 2020.

Και μετά;

Με όποιον τρόπο και αν η Ελλάδα επιτύγχανε τον κοινό για όλους στόχο, με όποιον τρόπο κι αν οι δανειστές της την ελάφρυναν από ένα μέρος ή το σύνολο των τόκων που έχει να καταβάλει τα επόμενα χρόνια και της έδιναν κι από πάνω ένα ποσό να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή της, εμείς, μετά, τι θα κάναμε;

Εχουμε, έχει κάποιος, έστω και καλά κρυμμένο εκτός κοινής θέας και δημόσιας διαβούλευσης, ένα αναπτυξιακό σχέδιο; Εχει κάποιος μελετήσει πού και πώς αυτά τα πρόσθετα, τα κερδισμένα χρήματα θα πιάσουν τόπο; Πώς θα φέρουν ταχύτερα νέες θέσεις εργασίας και θα δημιουργήσουν βάσεις βιώσιμης ανάπτυξης; Πώς θα βοηθήσουν ώστε να διαψευσθεί η σκοτεινή προφητεία της επιτροπής Αγγελόπουλου, το 1990, πως κινδυνεύουμε να γίνουμε, δίχως σχεδιασμένη, βαθιά παραγωγική ανασυγκρότηση, μια «τουριστική επαρχία της Ευρώπης, που θα κατοικείται κυρίως από ηλικιωμένους, συνταξιούχους και ευκαιριακούς τουρίστες»;

Η απάντηση, φοβάμαι, είναι ένα ξερό όχι.

Ολη η ώς τώρα επώδυνη, μνημονιακή προσαρμογή της χώρας δεν περιέχει τον σπόρο της οικονομικής ανάταξης. Ο περιορισμός των δημόσιων ελλειμμάτων δεν έκανε καλύτερες τις υπηρεσίες του Δημοσίου. Κάθε άλλο. Η μείωση του ανά μονάδα προϊόντος «κόστους εργασίας» (17,5% ώς το τέλος του 2014) δεν έφερε ανάπτυξη ή βελτίωση εξαγωγών. Και η μείωση του εξωτερικού ελλείμματος οφείλεται σε μείωση των εισαγωγών λόγω λιτότητας και επανεξαγωγές πετρελαιοειδών. Οχι σε βελτίωση εξαγωγικών επιδόσεων. Το παρελθόν δεν εγγυάται, λοιπόν, καλύτερο μέλλον. Ούτε και ο τρόπος που συζητάμε το μέλλον εγγυάται κάτι καλύτερο. Ολος ο πολιτικός διάλογος εξαντλείται σε μια φιγουρατζίδικη αντιπαράθεση για το ποιος και πώς θα καταφέρει τους Ευρωπαίους, με το καλό ή με το άγριο, να ενδώσουν.

Αλλά για το τι θα κάνουμε εμείς οι ίδιοι, μετά, ούτε κουβέντα.

Για την ακρίβεια, ο μόνος ήχος που ακούγεται δεν είναι ο ψίθυρος των συζητήσεων για το μέλλον, μα το χλιμίντρισμα των αλόγων του παλιού γνώριμου πελατειακού συστήματος που χτυπούν ανυπόμονα τις οπλές στο χώμα περιμένοντας λίγο χώρο, λίγο χρήμα για να ξεχυθούν στις γνώριμες πεδιάδες, με πολιτικούς διορισμούς, πελατειακές επιδοτήσεις και ανάσταση των διαφόρων ΕΟΜΜΕΧ και των άλλων ακρωνυμίων της παλιάς πολιτικής ευωχίας.