Γάντια, πουλόβερ, ισοθερμικά και σκουφί απ’ αυτά με τις τρύπες στα μάτια και τη μύτη. Στο σπίτι μας κυκλοφορούμε σαν τους αστυνομικούς της Αντιτρομοκρατικής, μόνον ο Μιχαλολιάκος λείπει να μας δείχνει το τσαντάκι του. Και στο μπάνιο να πας, δεν αρκεί να χτυπήσεις την πόρτα. Ετσι αγνώριστοι που κυκλοφορούμε, κάθε πρωί κανονίζουμε κι άλλο σύνθημα – παρασύνθημα. Κι αν αυτός ο γήλοφος από κουβέρτες που βλέπω να σαλεύει προς το WC, με τις καρό παντόφλες στους πρόποδες και τα κασκόλ στα πρανή, δεν είσαι συ αλλά ο μπαμπούλας; Ετσι όπως εξελίσσεται η κατάσταση, δεν είναι να απορεί κανείς πώς, δυο άνθρωποι όλοι κι όλοι, καταφέραμε να προκαλέσουμε συνωστισμό. Το χειρότερο είναι όταν φτάνουμε στο αμήν και αναγκαζόμαστε να βάλουμε κανά πλυντήριο. Αυτομάτως το καθιστικό και τα στεγανά της κουζίνας πιάνουν βρύα και λειχήνες. Να τα απλώσω έξω, θα γίνουν σταλακτίτες, να τα απλώσω μέσα, θ’ αρχίσω να αναπνέω με βράγχια.

Εν τω μεταξύ, χτυπάω με τη μύτη μου το τζάμι να με προσέξει η καρακάξα που γευματίζει στις γλάστρες μου και να έρθει κατά δω να μου πει τα μυστικά της. Πώς κυκλοφορεί έτσι χαλαρή κι άνετη μέσα στο κρύο, πώς κουνάει πάνω κάτω την πλανεύτρα την ουρά της και κυρίως πώς το βαστάει και ζευγαρώνει μέσα στον τόσο ψόφο, την ώρα που εμείς εδώ τό ‘χουμε φτάσει στον 2ο νόμο του Νεύτωνα; Οσο μεγαλύτερη είναι η αδρανειακή μάζα ενός σώματος τόσο μικρότερη επιτάχυνση υφίσταται από δεδομένη δύναμη που θα του ασκηθεί. Και εδώ πέρα μέσα, αν δεν ανοίξουν τα καλοριφέρ, κανείς δεν έχει όρεξη να πιέσει κανέναν.