Δεν θα σταθώ στην άρση της ασυλίας Καμμένου που (απ’ ό,τι φαίνεται…) δίχασε τη Βουλή προτού αποφασιστεί.

Θα σταθώ σε ένα γενικότερο ερώτημα: ποια είναι τα όρια προστασίας και αυτοπροστασίας του πολιτικού προσωπικού;

Οταν, ας πούμε, ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ θεωρεί ότι θίγεται από ένα δημοσίευμα υποβάλλει μηνύσεις και αγωγές, κάτι που αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά του.

Τι δικαιούται όμως να κάνει ένας άλλος πολιτικός ή ένας άλλος πολίτης αν θεωρήσει ότι θίγεται από τον πρόεδρο των ΑΝΕλ ή τον οιονδήποτε πρόεδρο οιουδήποτε κόμματος;

Στο ερώτημα αυτό η απάντηση της Βουλής και μιας σημαντικής μερίδας βουλευτών είναι απολύτως αμφιλεγόμενη.

Και για να μην προσωποποιήσω τη συζήτηση στο πρόσωπο του προέδρου των ΑΝΕΛ, θα πάρω την περίπτωση ενός βουλευτή, τον οποίο και συμπαθώ και εκτιμώ: του Γ. Σταθάκη.

Η Βουλή καταψήφισε την άρση ασυλίας του Σταθάκη για αδίκημα το οποίο φέρεται να διέπραξε ως αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης –την εποχή, δηλαδή, που δεν ήταν καν βουλευτής…

Να δεχθώ ότι η δίωξη είναι παντελώς αβάσιμη. Ούτως ή άλλως, όμως, το ερώτημα είναι προφανές: πώς δικαιούται η Βουλή να παρέχει βουλευτική ασυλία για αδικήματα που φέρεται να διαπράχθηκαν πολύ πριν ο εμπλεκόμενος εκλεγεί βουλευτής;

Τι είναι τελικά η βουλευτική ασυλία; Μια ασπίδα που ενεργοποιείται αναδρομικά και για τα πάντα; Δεν οφείλει να έχει έστω κάποια σχέση με τη βουλευτική ιδιότητα που την παρέχει;

Ομολογώ ότι οι απαντήσεις είναι δύσκολες.

Θα δεχθώ ότι το πολιτικό προσωπικό οφείλει να διαθέτει μια αυξημένη προστασία για να μη σέρνεται κάθε τρεις και λίγο στα δικαστήριο από κάποιον δικομανή πολιτικό αντίπαλο.

Αλλά η προστασία αυτή θα αποδειχθεί πειστική μόνο αν έχει συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής και σαφείς κανόνες.

Μόνο αν εφαρμόζεται παντού και πάντα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Με ίδια μέτρα και ίδια σταθμά.

Και μόνο αν δεν δημιουργεί στον πολίτη την εντύπωση ότι ο πολιτικός χαίρει ακαταδίωκτου.

Για πολλούς λόγους αλλά και για έναν ιδιαιτέρως σημαντικό.

Διότι μόνο έτσι θα κερδίσει και ο πολιτικός κόσμος το ηθικό δικαίωμα της δίωξης όσων τον σπιλώνουν, τον βρίζουν ή τον συκοφαντούν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σπίλωση, η αθλιότητα και το υβρεολόγιο κυκλοφορούν σήμερα αφειδώς με τον μανδύα της κριτικής.

Αλλά είναι εξίσου αδιαμφισβήτητο ότι η ηθική βάση του ελέγχου τους προϋποθέτει κατ’ αρχήν ίσα δικαιώματα του συκοφάντη και του συκοφαντημένου.

Και στις ημέρες που ζούμε, στην εποχή της άνθησης του υποκόσμου και του υπονόμου, μόνο αν το πολιτικό προσωπικό προστατευθεί επί της ουσίας θα μπορέσει να επιβιώσει.