Από όλα τα συνθήματα της προδικτατορικής Αριστεράς, μόνο ένα εγκαταλείφθηκε την περίοδο της Μεταπολίτευσης: εκείνο που απευθυνόταν στη σπουδάζουσα νεολαία με την προτροπή «Πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον Αγώνα». Δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί σημάδι πιο χαρακτηριστικό, πιο εμβληματικό από αυτή την απαλοιφή για τη μεταστοιχείωση του συγκεκριμένου ιδεολογικού χώρου. Η Αριστερά, παραδοσιακά πρωτοπόρα στις μάχες για τη μόρφωση και τη διαφώτιση του λαού, εξαλλάχτηκε μετά το 1974 στον κατ’ εξοχήν φωτοσβέστη της ελληνικής παιδείας. Της οποίας η σταθερή και συστηματική αποσύνθεση είναι, για όποιον κοιτάζει πιο πέρα από τις κομματικές αντιπαραθέσεις, πιο πέρα και από τους οικονομικούς ή τους δημοσιονομικούς δείκτες, η ανατριχιαστικότερη παράμετρος σε ολόκληρη την πορεία της Μεταπολίτευσης.

Ελάχιστη ή μάλλον καμία σημασία δεν έχει αν θα χαθεί ή θα «σωθεί» το τρέχον εξάμηνο για τα ΑΕΙ (όπου βέβαια καθόλου δεν τρέχει). Στην πραγματικότητα, όλα τα εξάμηνα όλων των φοιτητικών ετών τις τελευταίες δεκαετίες έχουν χαθεί. Η ανώτατη εκπαίδευσή μας δεν παράγει πια πτυχιούχους. Παράγει πτυχία. Μοιράζει απλόχερα μόρια για μια καλή δημοσιοϋπαλληλική σταδιοδρομία, για την οποία οι γνώσεις δεν παίζουν δα και κανέναν σπουδαίο ρόλο. Και το κάνει αυτό σχεδόν απροϋπόθετα, αφού οι φοιτητικές παρατάξεις, με την αρωγή των μητρικών κομμάτων, κατήγαγαν τον έναν θρίαμβο μετά τον άλλο στον αγώνα τους να συντρίψουν εν τη γενέσει κάθε αντιδραστική απόπειρα «εντατικοποίησης των σπουδών». Στον ίδιο ευγενή προορισμό της δημοσιοϋπαλληλικής Νήσου των Μακάρων αποβλέπει, όπως ξέρουν όλοι, και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή η φροντιστηριακή εκπαίδευση, για χάρη της οποίας η Πολιτεία έχει παραιτηθεί από τη δική της δράση σε αυτή τη βαθμίδα. Οι νέοι μας βγαίνουν από το λύκειο χωρίς ποτέ να έχουν μπει πραγματικά εκεί και κουβαλάνε μέσα τους για τις επόμενες δεκαετίες της ζωής τους το πνεύμα του φροντιστηρίου, μπροστά στο οποίο κλίνουν περιδεή το γόνυ τα κατά τα άλλα ατίθασα μαθητικά δεκαπενταμελή.

Το ξαναλέω, γιατί η απόγνωση κάνει επαναληπτική την κραυγή αγωνίας: η καταστροφή της παιδείας είναι το χειρότερο που συνέβη στην Ελλάδα μετά το 1974, χειρότερο και από την κρίση που ζούμε σήμερα, για την οποία άλλωστε δεν είναι καθόλου αναίτια. Ακριβώς τη στιγμή που η παιδεία θα έπρεπε να γίνει πρώτιστο μέλημα των ελληνικών κυβερνήσεων, με την είσοδο δηλαδή της Ελλάδας στον απαιτητικό και ανταγωνιστικό χώρο που τότε λεγόταν ΕΟΚ και σήμερα λέγεται Ευρωπαϊκή Ενωση, άρχισε ο ραγδαίος εκφυλισμός του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Την εποχή εκείνη, η Φινλανδία (που ακόμη δεν ήταν μέλος του ευρωπαϊκού «κλαμπ») αποτελούσε κάτι σαν παρία της Σκανδιναβίας, μια χώρα όχι πολύ πλουσιότερη από την Ελλάδα. Ενας κοντινός παρατηρητής όμως –κάτι που ευτύχησα να είμαι εκείνα τα χρόνια –μπορούσε εύκολα να προβλέψει την επακόλουθη εκρηκτική ανάπτυξή της, απλώς κοιτάζοντας το αξιοζήλευτο εκπαιδευτικό σύστημά της, που έδινε έμφαση αφενός στη χαρά της μάθησης, αφετέρου στην καινοτομία. Η Φινλανδία μπήκε πάνοπλη στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Εμείς, αντίθετα, αποφασίσαμε πανηγυρικά να αφοπλιστούμε, για να μην πω να ευνουχιστούμε, ταυτόχρονα με την εισδοχή μας. Οποιο δειλό σκίρτημα (για τολμηρό πρόγραμμα ούτε λόγος) εμφανίστηκε από τότε για τον εκσυγχρονισμό της παιδείας μας συνάντησε την άμεση και, φευ, αποτελεσματική αντίδραση ενός νεοπαγούς εκπαιδευτικού κατεστημένου διδασκόντων και διδασκομένων, το οποίο είχε «προοδευτική» κομματική ταυτότητα και μετερχόταν αντίστοιχη ρητορική.

Οι συνέπειες δεν καθρεφτίζονται μόνο στην καθυστερημένη, αντιπαραγωγική οικονομία μας ούτε μόνο στην ολοένα χειρότερη ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών, πολλές φορές και των ιδιωτικών. Τις ζούμε κάθε φορά που αναγκαζόμαστε να υποστούμε το πρωτόγονο επίπεδο πολιτικής σκέψης, την ανελλήνιστη γλωσσική έκφραση, τα αποκρουστικά σόου τόσων και τόσων νέων ή νεότερων πολιτευτών μας. Τις βλέπουμε και στο δύσμορφο αποτύπωμα που άφησαν στην καθαυτό πολιτισμική ζωή μας. Γιατί μπορεί οι πολιτισμικές εκδηλώσεις να έγιναν ένα από τα αξεσουάρ του λάιφσταϊλ για τον αστικό πληθυσμό, αλλά η ίδια η πολιτισμική παραγωγή γραφειοκρατικοποιήθηκε και απέκτησε δημοσιοϋπαλληλικά χαρακτηριστικά. Απαίδευτοι, ανέμπνευστοι και οκνοί νέοι καλλιτέχνες κρύβουν την πνευματική ένδειά τους πίσω από «προοδευτικές» (διάβαζε: συντεχνιακές) διεκδικήσεις ή πίσω από μια παιδαριώδη προκλητικότητα για να επιβάλουν την παρουσία τους στον πολιτισμικό χώρο και την κρατική επιχορήγηση της ματαιοσχολίας τους. Οχι τυχαία, η πολιτισμική παραγωγή της Μεταπολίτευσης είναι ποσοτικά η πλουσιότερη στη νεοελληνική Ιστορία και ποιοτικά η φτωχότερη.

Δύο γενιές Ελλήνων γαλουχημένων με το τοξικό μείγμα αποσαθρωμένης παιδείας, καταναλωτικής κραιπάλης και κτηνώδους γκλαμουριάς διδάχτηκαν ότι είναι μαγκιά η επηρμένη αμορφωσιά του νεόπλουτου, η περιφρόνηση για ό,τι δημιούργησε ο ανθρώπινος πνευματικός μόχθος στο πέρασμα των αιώνων, όταν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο κοινωνικής επίδειξης. Το σύνθημα «Να καταστρέψουμε τον πολιτισμό», που έχει γεμίσει τους τοίχους της Αθήνας, δεν είναι έκφραση ανατρεπτικού οίστρου αλλά νεοπλουτίστικου κωλοπαιδισμού. Την καταστροφή του πολιτισμού την οραματίζονται σαν βιντεοπαιχνίδι και αντίδοτο στην ανία τους κάτι ρέμπελα παλικαράκια που έχουν από την κούνια τους το προνόμιο να διάγουν μια ανέμελη, άνετη ζωή μέσα στη ρούχλα.

Και έτσι κλείνει ο κύκλος. Από το σύνθημα «Πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον Αγώνα» καταλήξαμε στην πλήρη αντιστροφή του, με φυσικούς αυτουργούς κάποιες παραφυάδες του «επαναστατικού κινήματος», οι οποίες όμως ώθησαν ώς τις έσχατες λογικές συνέπειές της την ύστερη στάση αυτού του χώρου.

Αλλά τα συνθήματα είναι πολύ ευπρόσβλητα, όταν η ρουτινιέρικη επανάληψη τα αδειάζει από το όποιο περιεχόμενό τους. Εύκολα γίνονται τότε καρικατούρα. Και αυτό συμβαίνει ήδη εδώ και κάμποσο καιρό με αρκετά από τα αποστεωμένα «επαναστατικά» συνθήματα που ακούμε γύρω μας. Θα τελειώσω, λοιπόν, αλλιώς από ό,τι ξεκίνησα και συνέχισα σε αυτό το κείμενο, με μια ιλαρή και αισιόδοξη νότα. Σε εκείνο το κλασικής σύλληψης, αλλά τώρα πια κλασικιστικής φρεσκάδας «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» οι τοίχοι της Αθήνας έχουν αρχίσει να απαντούν με αποδομητικές, γελοιογραφικές χρήσεις του, όπως για παράδειγμα «Την παίρνω στο τηλέφωνο κι αυτή δεν το σηκώνει / Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι».