Το 1980 ο Μιχάλης Γκανάς είχε κυκλοφορήσει τη δεύτερη συλλογή του, «Μαύρα λιθάρια» –πάλι στα Κείμενα. Μια μέρα μπήκε στη Δωδώνη και τον έψαχνε ο Μίλτος Σαχτούρης. Δεν γνωρίζονταν. «Κύριε Γκανά, είμαι ο Μίλτος Σαχτούρης», είπε. Ο Μιχάλης Γκανάς, από τις φωτογραφίες, τον περίμενε πιο κοντό. Αλλά φορούσε ένα κόκκινο κασκόλ και ήταν ψηλός και εντυπωσιακός. Συνέχισε: «Εγώ που υπήρξα κυνηγός μπορώ να εκτιμήσω ιδιαιτέρως τον στίχο σας «εκθρονίζονται με πάταγο μπεκάτσες»». Και έφυγε. Εκανε μια εμφάνιση αντάξια της ποίησής του και έφυγε. Δεν είπε ότι εκτίμησε τον στίχο ως ποιητής αλλά ως πρώην κυνηγός. Ο Γκανάς δεν τον ξαναείδε ποτέ.

Ηταν η εποχή της λινοτυπίας και της μονοτυπίας. Ο Φίλιππος Βλάχος έκανε μονοτυπίες στήνοντας μόνος του τις σελίδες, φτιάχνοντας ο ίδιος και τα εξώφυλλα. Ο Γκανάς συνηθίζει, στο τέλος της συλλογής, να έχει μικρότερα ποιήματα που ονομάζει «ακαριαία» και ακόμη μικρότερα –έναν στίχο –που ονομάζει «μονόξυλα». Στα «Μαύρα λιθάρια» είχε ένα μονόξυλο που έλεγε: «το κλάμα σου γυμνό καλώδιο, το πιάνω με βρεγμένα χέρια». Ο Βλάχος τον φώναξε όταν έστηνε τη σελίδα: «Μαέστρο, έχουμε θέμα» –μαέστρους αποκαλούσε τους ποιητές του. «Αυτό το μονόξυλο γυρίζει αράδα και δεν πρέπει». «Ας γυρίσει», λέει ο Γκανάς. «Αφού είναι μονόξυλο. Δεν πρέπει να γυρίσει. Αλλά πρέπει να το κρατήσουμε, είναι ωραίο».

«Κάπως έτσι έστυψα το μυαλό μου και κατάλαβα ότι η λέξη «γυμνό» μπορεί να είναι και πλεονασμός», λέει στο «Βιβλιοδρόμιο» ο Μιχάλης Γκανάς. Και ο στίχος έγινε «το κλάμα σου καλώδιο· το πιάνω με βρεγμένα χέρια». Η συνεργασία τότε με τον εκδότη έφτανε μέχρι και τη στοιχειοθεσία.

Ακολούθησε η περίφημη «Μητριά πατρίδα». Από τα λίγα πεζά του. Στα δύο πρώτα ποιητικά βιβλία του δεν του είχε βγει τίποτα για την απίστευτη περιπέτεια που έζησε παιδί. Αλλά, ξαφνικά, «ήταν σαν να έσπασε μια φλέβα» και ήθελε να μιλήσει. Ηταν τεσσάρων χρόνων, το 1948, μέσα στον Εμφύλιο, όταν τους πήραν οικογενειακώς όλους για το ανατολικό μπλοκ. Εμειναν πρώτα στην Αλβανία και μετά στην Ουγγαρία. Δύο μέλη της οικογένειάς του πέθαναν εκεί. Και γύρισαν οι υπόλοιποι το 1954, ως απαχθέντες. «Με το υλικό εκείνο άλλοι θα έγραφαν τριλογία, εγώ έγραψα μόνο εξήντα σελίδες», λέει τώρα. «Εκεί κατάλαβα ότι δεν είμαι πεζογράφος», προσθέτει. Κι ας έχει καταχωριστεί το μικρό αυτό κείμενο στην ίδια κατηγορία με την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα και την «Κάθοδο των εννιά» του Θανάση Βαλτινού. «Είναι θέμα αντοχής», λέει. «Ο ποιητής είναι κατοστάρης. Ο πεζογράφος είναι μαραθωνοδρόμος».

Λίγο πριν εκδώσει τα «Γυάλινα Γιάννενα» ο Φίλιππος Βλάχος πέθανε ξαφνικά από καρδιά, μέσα στην ΕΡΤ –είχε εκπομπή στο Τρίτο. Μετακινήθηκε στον Καστανιώτη. Τώρα τα εξώφυλλα ήταν έργα ζωγράφων: του Γιάννη Μαράβα στα «Γυάλινα Γιάννενα» (1989), του Σωτήρη Σόρογκα στην «Παραλογή» (1993), που πήρε κρατικό βραβείο και με αφορμή την οποία ο Γ.Π. Σαββίδης έγραψε στα «ΝΕΑ» ότι «εγεννήθη μείζων ποιητής».

Την επόμενη χρονιά εγεννήθη και μείζων στιχουργός, καθώς κυκλοφόρησε το «Τα κορμιά και τα μαχαίρια» της Ελευθερίας Αρβανιτάκη. Η εμπλοκή του με το τραγούδι κάποιους τους ξάφνιασε, όχι πάντα θετικά. Του έλεγαν να μην τα μπερδεύει, ότι αυτό του έκανε κακό ως ποιητή. «Εγώ τα άκουγα βερεσέ», λέει. Και δεν έχει μετανιώσει. Μάλιστα έβαλε τον εαυτό του στο λούκι της μαχόμενης στιχουργικής, δεν έγραφε όποτε είχε κάτι να πει, έγραφε πάνω σε μελωδίες κατά παραγγελία. Και ευτυχώς, λέει τώρα, «γιατί αν δεν το έκανα έτσι θα είχα χάσει ωραία τραγούδια».

Εγινε, βέβαια, «υπεράντληση», καθώς «δεν έχουμε δύο δεξαμενές». Κάπως έτσι έκανε δέκα χρόνια για την επόμενη ποιητική συλλογή, τον «Υπνο του καπνιστή» (2003, με εξώφυλλο του Γιώργου Χατζημιχάλη), όπου πειραματίστηκε σε νέους εκφραστικούς τρόπους, μιας πιο θρυμματισμένης ποιητικής φόρμας, πιο «σολωμικής», που όμως –για πρώτη φορά –δεν είχε την ομόθυμη εύνοια της κριτικής. «Μούδιασα, ήμουν καλομαθημένος», λέει. Παρότι τη συλλογή αυτή την πιστεύει πάντα.