Οταν έχεις καταγράψει διά ζώσης τον σπουδαιότερο άθλο στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού σε ομαδικό επίπεδο ζώντας τον μέσα στα αποδυτήρια, όταν έξω από αυτά, αλλά και κατά τη διάρκεια της επιστροφής στην Ελλάδα, έχεις κρατήσει κι εσύ έστω για μερικά δευτερόλεπτα το ευρωπαϊκό τρόπαιο, τότε θεωρείς ότι είναι δύσκολο να προκύψει κάτι που θα σε ενθουσιάσει ή θα σε συγκινήσει περισσότερο.

Και εκείνον το μαγικό Ιούλιο του 2004 δεν φανταζόμουν ότι εννέα χρόνια μετά θα ριγούσαμε ξανά (και ξανά) για μία επιτυχία της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου. Βασικά τότε πίστευα ότι όλο το σύμπαν είχε συνωμοτήσει υπέρ μας και ότι όχι απλώς δεν θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε αυτό το αναπάντεχο που μας είχε συμβεί αλλά και ότι θα είχε επέλθει η κατάρρευση μέχρι να συνειδητοποιήσουμε την αξία και τη σημασία του.

Το βράδυ της Τρίτης 19/11 επιβιβάστηκα σε ακόμα ένα «αεροπλάνο της χαράς», ως είθισται να αποκαλούνται αυτά που φέρουν στις αποσκευές τους μεγάλες αθλητικές επιτυχίες. Αναλογιζόμενος το ποσοστό των αποτυχημένων σκέψεών μου και μετρώντας πόσες ήταν οι φορές που μετά το επίτευγμα της Πορτογαλίας η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου στάθηκε στο ύψος της ή ξεπέρασε τις προσδοκίες μου, μέτρησα ακόμα τέσσερις επιτυχημένες προσπάθειες σε πέντε απόπειρες συμμετοχής σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα ή Παγκόσμια Κύπελλα!

Το τυρί το είδα, τη φάκα δεν είδα…

Ημουν βέβαιος ότι οι έλληνες παράγοντες της μπάλας (και δη αυτοί των συλλόγων) δεν θα αντιλαμβάνονταν την ευκαιρία που είχε παρουσιαστεί, πατώντας επάνω της για να οικοδομήσουν από την αρχή το εγχώριο ποδόσφαιρο της αναξιοπιστίας. Σε αυτό δεν έπεσα έξω… Δεν μπορούσα να δω όμως πέρα από τη μύτη μου και να σκεφτώ ότι οι ίδιοι παίκτες που «έχτισαν» αυτή την τεράστια επιτυχία θα τη θωράκιζαν με τέτοιον τρόπο και θα τη διατηρούσαν ως φωτεινό οδηγό τους μέχρι και σήμερα. Σε αυτή την αεροπορική επιστροφή μόνο ο Γιώργος Καραγκούνης, ο Κώστας Κατσουράνης και ο –τεχνικός διευθυντής πλέον –Τάκης Φύσσας θύμιζαν κάτι από εκείνη του 2004. Ωστόσο το κλίμα ήταν το ίδιο. Ποδοσφαιριστές ως επί το πλείστον νεαρής ηλικίας, όπως τότε οι τρεις προαναφερθέντες, ζούσαν στο κόκκινο αυτό που όλοι μαζί είχαν πετύχει.

Ενα αόρατο πλέγμα γύρω τους απαγόρευε οποιαδήποτε οπαδική παρεμβολή. «Εδώ δεν υπάρχουν Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός και ΠΑΟΚ, εδώ είμαστε Εθνική Ελλάδας, το ακούτε;» φώναξε ένας εκ των παικτών για να λάβουμε το μήνυμα κι εμείς οι δημοσιογράφοι που πολλές φορές, ατυχώς και αδίκως, μπλέκουμε την εκπρόσωπο της χώρας με τα συμφέροντα ομάδων, τα οποία εν τέλει δεν είναι και τόσο συλλογικά, σε πολλές περιπτώσεις αφορούν τις τσέπες συγκεκριμένων ανθρώπων και μόνο.

Ανοιξαν και οι σαμπάνιες, άρχισαν και οι μουσικές… Στις μπροστινές θέσεις του αεροσκάφους ο Φερνάντο Σάντος άφηνε τους ποδοσφαιριστές του να το χαρούν, ακόμα και να περάσουν το όριο πίνοντας αυτή τη φορά και λίγο παραπάνω. Πώς θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά όταν απέναντί του αντίκριζε σε όλη την πορεία μάχιμους στρατιώτες της μπάλας, υπάκουους, ανιδιοτελείς και απόλυτα πειθαρχικούς παίκτες κάθε φορά που φορούσαν οτιδήποτε φέρει το εθνόσημο.

Καμία τέτοια εμπειρία δεν πρέπει να συγκρίνεται με οποιαδήποτε αντίστοιχη, τελικά! Ολες έχουν τη μοναδικότητά τους και όλες σε συγκινούν, σε εκφράζουν, σε ανυψώνουν. Στο κάτω κάτω, οι προορισμοί δεν έχουν και τόση σημασία όσο το ταξίδι συνεχίζεται…