Γνώρισα την Αλκη μετά τη Μεταπολίτευση με τον δεύτερο και οριστικό πια γυρισμό της στην Ελλάδα. Ηξερα τα βιβλία της, αλλά τα μάτια, τη ζεστασιά και το χιούμορ της τα γνώρισα μέσω Ξένιας και Κωστή (που τόσα μου έχουν γνωρίσει και τους το χρωστάω). Την αγάπησα αμέσως και, όπως κάνουμε πάντα στους γρήγορους και πανικόβλητους καιρούς που ζούμε, αν ζούμε, έβαλα την αγάπη μου στο κουτί με τα σίγουρα και τα ακριβά, το ασφάλισα στο πίσω μέρος της καρδιάς και σχεδόν το ξέχασα διότι… αφού σίγουρο… και πάμε παρακάτω. Ωραία ζωή. Τι να σου πω…

Μετά συνεργαστήκαμε και μάλιστα δύο φορές. Και σε ιδανικές συνθήκες. Στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι σκηνοθέτησα σε συνέχειες το «Κοντά στις ράγες» και στην Παιδική Σκηνή της Ξένιας τον «Μάτια τον Πρώτο». Θέλω να πω κάπως την ήξερα την Αλκη.

ΠΡΟΧΘΕΣ έφυγα για λίγο από την Αθήνα, πήρα μαζί μου το τελευταίο της βιβλίο «Με μολύβι φάμπερ Νο 2» και άλλαξε θέμα η ζωή μου. Εξαφανίστηκαν σε ώρες μνημόνια, χρέη, χαράτσια, χρηματικά και συναισθηματικά, έλλειψη χρημάτων, τσιγκουνιά συναισθημάτων και πάνω απ’ όλα έφυγε αυτή η κακοσμία των πολιτικών απορριμμάτων που γέμισε η πόλη.

Τέλος, με το τελευταίο βιβλίο της κατάλαβα πως τίποτα δεν ήξερα απ’ την Αλκη, κι ας την ήξερα χρόνια, τίποτα δεν ήξερα για την Αθήνα, κι ας την είχα ζήσει χρόνια, τίποτα δεν ήξερα για την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, κι ας νόμιζα πως είχα διαβάσει τα πάντα.

Και ίσως γι’ αυτό: γιατί τα είχα διαβάσει, δεν τα είχα δει. Κι εδώ, με το μολύβι της Αλκης, τα είδα.

ΤΑ ΕΙΔΑ με τα μάτια ενός παιδιού που πάει να γίνει γυναίκα, με την αθωότητα μιας έφηβης που ανεβαίνει τα σκαλιά της ζωής τρέχοντας με το κεφάλι ψηλά και τον αέρα της νίκης. Και μαζί με αυτά έναν ολόκληρο κόσμο να σπαρταράει μπροστά μου. Στέκια που έγιναν υπουργεία Πολιτισμού, ποιητές που σκύβουν το τεράστιο ύψος τους για να έχουν τη μεγάλη τιμή να φορέσουν το ρούχο του ανθρώπου, ο Πλωρίτης να χτίζει οδοφράγματα τέχνης και υψηλού θεάτρου, ο Καρύδης και ο Πατσιφάς να κάνουν τον Ικαρο να πετάει στον ουρανό μιας κατοχικής Αθήνας, ο Σεβαστίκογλου να στήνει θέατρα στα βουνά. Ο Κουν να γεννάει όλο το μοντέρνο θέατρο σε μια συσκοτισμένη νύχτα, η Λαμπέτη να μεταφέρει στη Σταδίου έπιπλα για το Καινούργιο και το Αλλο, η Ζωρζ Σαρή με το ένα χέρι που της είχε απομείνει να προσπαθεί να κρατηθεί λυσσαλέα απ’ τη ζωή, ο Μάνος Χατζιδάκις, χτυπημένος αλύπητα απ’ το φασισταριό της επαρχίας, να μην το βάζει κάτω αλλά να συνεχίζει με πείσμα, κι άλλοι κι άλλοι, κι άλλα, κι άλλα… Πώς χώρεσε τόση Ελλάδα σ’ ένα βιβλίο;

Και κάθε τόσο να διακόπτεται το ελπιδοφόρο παρελθόν από το τώρα. Το τώρα βέβαια πάντα με πλάγια στοιχεία, λες και έγειραν τα γράμματα από το βάρος του χρόνου και της απελπισίας.

Και όλα χωρίς ίχνος φανατισμού. Φτάνει στο μέγιστο σημείο να τολμάει τη φράση που με καθήλωσε. Να λέει πως «σήμερα να μην ξέρουμε πια κατά πόσο εμείς οι ίδιοι είμαστε «δικοί μας»».

Νόμιζα καιρό πως το Αλκη είναι από το αλκή. Διαβάζοντας το βιβλίο της έμαθα ότι τη βάφτισαν Αγγελική.

Οχι. Το μόνο που δεν πιστεύω. Το Αλκη είναι γνήσιος απόγονος μιας ισόβιας αλκής.