Λονδίνο: Χαώδες, δαιδαλώδες, γοητευτικό

Πώς νιώθεις «σαν στο σπίτι σου» σε μια νέα πόλη; Πώς από επισκέπτης νιώθεις μόνιμος κάτοικός της;

Διότι άλλα προσέχουμε όταν επισκεπτόμαστε έναν τόπο και άλλα όταν μένουμε μόνιμα σε αυτόν. Ετσι ήταν και για μένα όταν πριν από πολλά χρόνια μετακόμισα στο Βόρειο Λονδίνο από τη Νέα Υόρκη και στη συνέχεια στο Δυτικό Λονδίνο (τώρα πια έχω επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Είχα ταξιδέψει αρκετές φορές στη βρετανική πρωτεύουσα πριν εγκατασταθώ μόνιμα σε αυτήν. Είχα γνωρίσει τη μαγεία που μπορεί να προσφέρει η πόλη σε έναν τουρίστα: ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, μουσεία που στεγάζουν θησαυρούς, θέατρα για όλα τα γούστα, εξωτικές πινελιές, επιβλητικά πάρκα, διαφορετικές κουζίνες, «βασιλικό αέρα» που είναι αισθητός παντού και ένα σύστημα μετρό που μου φάνηκε περισσότερο ως μια διασκεδαστική καινοτομία παρά ως απαραίτητη υποδομή.
Οταν όμως μετακόμισα εκεί, όλα ήταν διαφορετικά. Δεν ήμουν ο τουρίστας που επισκεπτόταν την πόλη για να διασκεδάσει. Ζούσα πλέον εκεί και έπρεπε να το συνηθίσω. Ημουν και εγώ ένας κάτοικός της. Το Λονδίνο ήταν πια μέρος της καθημερινότητάς μου. Επρεπε να βρω ένα παντοπωλείο να κάνω τα καθημερινά μου ψώνια, αλλά και να μάθω να ζω με την αναποτελεσματικότητα της εταιρείας φυσικού αερίου. Επρεπε, επίσης, να μάθω να λέω «κάδος απορριμάτων» αντί για «σκουπιδοτενεκές» και να συνηθίσω ότι κάθε μέρα μπορούσε να βρέξει.
Η Νέα Υόρκη σε γοητεύει με την ενέργειά της και τον ασταμάτητο παλμό της. Το ίδιο συμβαίνει και με το Λονδίνο, αλλά η ένταση πέφτει όταν φεύγεις από το κέντρο της πόλης και πας σε κάποια συνοικία, όπως το Ρίτσμοντ, το Κένινγκτον ή το Μπερμόντσι.
Απομονώνεσαι και νιώθεις πως βρίσκεσαι σε μια νέα πόλη με τον δικό της χαρακτήρα. Ηταν μεγάλη αλλαγή για μένα, που είχα συνηθίσει την πυκνοκατοικημένη Νέα Υόρκη, με τους ανθρώπους να ζουν «σε απόσταση αναπνοής» μεταξύ τους.
Είχα την τύχη να ζήσω σε δύο διαφορετικές γειτονιές του Ισλινγκτον. Το πρώτο σπίτι ήταν σε έναν ήσυχο δρόμο, λίγο πιο πάνω από μια πολυσύχναστη αγορά με αντίκες, και το δεύτερο ήταν στην επίσης πολυσύχναστη στάση του μετρό Εϊντζελ Τιουμπ Στοπ στην περιοχή Εϊντζελ. To Ισλινγκτον, όταν ήμουν εκεί, βρισκόταν σε στάδιο μετάβασης από παλιά, μη εξελιγμένη περιοχή σε εκσυγχρονισμένη. Οι παρακμιακές κάβες και οι θλιβεροί φούρνοι «άνοιγαν τον δρόμο» σε πρωτότυπα, ενδιαφέροντα καταστήματα τροφίμων με φοκάτσια και φουρνιστές λιχουδιές των 6 ευρώ.
Το αγαπημένο μου μαγαζί ήταν το παραδοσιακό ιχθυοπωλείο του Στιβ Χατ, μια οικογενειακή επιχείρηση. Νομίζω η καλύτερή μου στιγμή στο Ισλινγκτον, εκτός από εκείνη τη φορά που μια πάπια ήρθε στον κήπο μας και γέννησε τα αυγά της, ήταν όταν αγόρασα σολομό από το μαγαζί, τον οποίο είχε πιάσει ο ίδιος ο κύριος Χατ (ο προπάππος), και τον μαγείρεψα σπίτι.
Οι κάτοικοι του Λονδίνου αισθάνονται πιο δεμένοι με τη γειτονιά τους παρά με το Λονδίνο γενικά. Και αυτό επειδή μπορεί να ταλαιπωρηθεί κανείς αρκετά προκειμένου να πάει από τη μια περιοχή στην άλλη.
Οταν μέναμε στο Κένσιγκτον (περίπου 6 χλμ. μακριά από το κέντρο του Λονδίνου), δεν κάναμε πολλές μετακινήσεις. Τρώγαμε συχνά στο μικρό και άνετο εστιατόριο Jacob’s στην οδό Γκλουσέστερ, που σέρβιρε γευστικά πιάτα με βάση τα λαχανικά και σαλάτες. Μας άρεσε επίσης να τρώμε στο Itsu, ένα ιδιαίτερο ιαπωνικό εστιατόριο υψηλών προδιαγραφών στο κοντινό Νότινγκ Χιλ, όπου το σούσι έφτανε στον πελάτη πάνω σε κυλιόμενο ιμάντα.

Στο Νότινγκ Χιλ βρίσκονται επίσης δύο πανέμορφοι ιστορικοί κινηματογράφοι, οι Gate και Coronet, που πραγματικά αξίζει να επισκεφτεί κανείς. Ακρως γοητευτικό και το Γκρίνουιτς Βίλατζ, χωρίς όμως τον πολύ κόσμο που μαζεύεται συνήθως εκεί Παρασκευή και Σάββατο, όταν λειτουργεί η αγορά του Πορτομπέλο Ρόουντ. Στην οδό Κένσιγκτον Τσερτς βρισκόταν το αγαπημένο μου μαγαζί με ρούχα, που πουλούσε τζιν παντελόνια, ακριβά μεν αλλά με άψογη εφαρμογή, και το εστιατόριο Fiona’s, όπου τα υγιεινά και δελεαστικά πιάτα κρεατικών, ψαριών και λαχανικών τα σέρβιρε η ίδια η ιδιοκτήτρια. Ενα άλλο αγαπημένο μου μαγαζί ήταν το Patridge’s που βρισκόταν στην οδό Γλουσέστερ και πουλούσε όλα τα κλασικά αμερικανικά σνακ που μου είχαν λείψει, όπως φιστικοβούτυρο, μπισκότα με κομμάτια σοκολάτας και χρωματιστές νιφάδες δημητριακών.

Τρία από τα καλύτερα μουσεία της πόλης για παιδιά, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το Μουσείο Βικτώριας και Αλβέρτου και το Μουσείο Επιστημών, ήταν σε κοντινή απόσταση από το σπίτι μας. Οταν ήταν μικρές, οι κόρες μου λάτρευαν να πηγαίνουμε στην παιδική χαρά αφιερωμένη στη μνήμη της πριγκίπισσας Νταϊάνα, στους κήπους του Κένσιγκτον. Η παιδική χαρά είναι εμπνευσμένη από το παραμύθι του Πίτερ Παν και έχει στη μέση ένα μεγάλο ξύλινο πειρατικό καράβι πάνω στο οποίο μπορούν να σκαρφαλώνουν τα παιδιά.
Πηγαίναμε και πιο μακρινές βόλτες φυσικά. Επισκεπτόμασταν συχνά με τα παιδιά τον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου και μετά διασχίζαμε τη Γέφυρα της Χιλιετίας (Millennium Bridge) πάνω από τον ποταμό Τάμεση και περνούσαμε απέναντι στην Tate Modern. Εγκαινιάστηκε το 2000 στο κτίριο όπου παλαιότερα βρισκόταν ο Σταθμός Παραγωγής Ενέργειας Μπάνκσαϊντ. Χαρακτηριστικό του είναι η εντυπωσιακή εξωτερική καμινάδα ύψους 99 μέτρων. Θυμάμαι όταν το 2003 είχα δει στην Tate την έκθεση «Weather Project» του σκανδιναβού καλλιτέχνη Ολαφουρ Ελίασον. Είχαμε ξαπλώσει στο πάτωμα του μουσείου μαζί με άλλους επισκέπτες και παρακολουθούσαμε τον τεχνητό τεράστιο ήλιο να λάμπει μέσα από την τεχνητή ομίχλη (φτιαγμένη από ζάχαρη και νερό). Λιαζόμασταν σαν να ήμασταν στην παραλία.
Παρακολουθούσαμε συχνά και παραστάσεις στο Σφαιρικό Θέατρο του Σαίξπηρ (θέατρο Globe), μια πιστή ανακατασκευή υπαίθριου θεάτρου του 16ου αιώνα, για το οποίο ο Σαίξπηρ έγραψε πολλά από τα έργα του. Τα εισιτήρια ήταν γενικά φθηνά, από 6 έως 25 ευρώ, ανάλογα με το αν κάθεται κανείς σε θέσεις είτε στο πάτωμα της αυλής –όπως συνέβαινε και πριν από 400 χρόνια.
Για να χαλαρώσουμε, πηγαίναμε καμιά φορά στο Χάμπστιντ, μια μικρή κωμόπολη στο Βόρειο Λονδίνο, και συγκεκριμένα στο ιστορικό πάρκο Χάμπστιντ Χεθ, όπου κάναμε βόλτες και χανόμασταν ανάμεσα στα δέντρα.
Το Λονδίνο επεκτάθηκε με το πέρασμα των χρόνων, περισσότερο τυχαία παρά βάσει σχεδίου και γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι τόσο συγκροτημένο ως πόλη, όπως είναι η Νέα Υόρκη. Ο νυν δήμαρχος της πόλης Μπόρις Τζόνσον –του οποίου οι πολυσχιδείς δραστηριότητες, η επιρρεπής σε γκάφες συμπεριφορά του και τα ξεχτένιστα χαρακτηριστικά ξανθά μαλλιά του τον έχουν κάνει τον πιο αναγνωρίσιμο πολιτικό της Αγγλίας –έχει φέρει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον την ενότητα στην πόλη. Κάτι στο οποίο βοήθησαν πολύ και οι Ολυμπιακοί Αγώνες επίσης.
Εμείς οι Νεοϋορκέζοι θεωρούμε τους εαυτούς μας και την πόλη μας ως κάτι το ξεχωριστό σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Γι’ αυτό και είμαστε πάντα συνδεδεμένοι με τον τόπο καταγωγής μας. Ετσι κι εγώ ποτέ δεν σταμάτησα να νιώθω ξένη στο Λονδίνο. Ενιωθα «έξω από τα νερά» μου. Ποτέ δεν κατάφερα να προσαρμοστώ εντελώς στους ρυθμούς της πόλης. Ημουν μια Νεοϋορκέζα «μεταμφιεσμένη» σε Λονδρέζα.
Η διακριτικότητα των ντόπιων και τα χαμηλά κτίρια, αντί για τα ψηλά συγκροτήματα κατοικιών που είχα συνηθίσει στη Νέα Υόρκη, δημιουργούσαν μια αίσθηση απομόνωσης. Στη Νέα Υόρκη συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ολοι ξέρουν τα πάντα για τους πάντες. Στο Λονδίνο ο καθένας νοιάζεται για τον εαυτό του μόνο. Κανείς δεν ασχολείται με τον άλλον. Αυτό μπορεί να σε κάνει να νιώθεις είτε απελευθερωμένος είτε μόνος σου.
Μπορεί να περπατούσα στους κήπους του Κένσιγκτον ή να έκανα τζόγκινγκ στο Χάιντ Παρκ και να μην αντάλλαζα ποτέ κουβέντα, παρά μόνο βλέμματα, με τους εκατοντάδες περαστικούς. Ετσι περνούσα τον περισσότερο χρόνο βυθισμένη στις σκέψεις μου. Κάποιες φορές όμως ένιωθα πραγματικά μόνη.
Επίσης, χανόμουν συνέχεια στους δαιδαλώδεις δρόμους του Λονδίνου. Η πόλη είναι σχεδιασμένη με τρελό τρόπο. Λες και τη σχεδίασε ένας μεθυσμένος εξωγήινος με αναπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ.
Κυκλοφορούσα μονίμως με τον χάρτη μου στο χέρι και αναρωτιόμουν συνέχεια αν πήγαινα στη σωστή κατεύθυνση. Μια φορά, θυμάμαι, είχα αποπροσανατολιστεί πλήρως ενώ προσπαθούσα να πάω από το Νότιο Κένσιγκτον στην Πλατεία Σλόαν. Υστερα από 45 λεπτά συνειδητοποίησα ότι είχα κάνει έναν μεγάλο κύκλο και ήμουν πάλι στο σημείο απ’ όπου είχα ξεκινήσει. Ποια ήταν η λύση; Το ταξί!
Ημουν ανίκανη και στο να δίνω οδηγίες. Μια φορά με σταμάτησε ένας απελπισμένος κύριος στο Σόχο ο οποίος είχε χαθεί και με ρώτησε πού βρισκόταν. Μου έδειξε τον χάρτη που κρατούσε, αλλά δυστυχώς ήταν χάρτης των Βρυξελλών.

Τι μαθαίνει κανείς ως μόνιμος κάτοικος του Λονδίνου: Το μετρό (το παλαιότερο σε όλο τον κόσμο), που οι ντόπιοι το λένε tube, με τις χαριτωμένες ανακοινώσεις τύπου «Προσοχή στο κενό μεταξύ αποβάθρας και συρμού» ή «Παρακαλούνται οι επιβάτες να προσέχουν τα προσωπικά τους αντικείμενα», δεν εξυπηρετεί πάντα τον κόσμο. Μην περιμένετε, για παράδειγμα, να πάτε στο Ρίτσμοντ ή στο Πούτνι χωρίς να έχετε προετοιμαστεί για «γερό περπάτημα» μέχρι να φτάσετε στον προορισμό σας.

Είναι δύσκολο να βρείτε ένα καλό εστιατόριο που να σερβίρει σαλάτες. Οταν χρησιμοποιείτε τις κυλιόμενες σκάλες, πάντα να στέκεστε στη δεξιά πλευρά και να αφήνετε διάδρομο ελεύθερο στα αριστερά για κάποιον που θέλει να περάσει γρήγορα.

Το πολυκατάστημα Harrod’s είναι κατάλληλο μόνο για τουρίστες και γυναίκες πλούσιων επιχειρηματιών. Στο υπόγειο, το μνημείο για την πριγκίπισσα Νταϊάνα και τον Ντόντι αλ Φαγέντ είναι λίγο τρομακτικό. Προτιμήστε καλύτερα τα μαγαζιά στην οδό Κένσιγκτον Παρκ, και στο Νότινγκ Χιλ.
Μείνετε μακριά από το παλάτι Μπάκιγχαμ το μεσημέρι, όταν γίνεται η αλλαγή φρουράς. Η κίνηση στον δρόμο είναι φρικτή και είναι σχεδόν αδύνατο να περάσετε τον δρόμο.
Παρακολουθήστε όσες περισσότερες παραστάσεις του Σαίξπηρ μπορείτε στο Γουέστ Εντ και στο Σφαιρικό Θέατρο, αλλά και σε μικρά πειραματικά θέατρα, όπως το Πριντ Ρουμ, ένα στολίδι στο Νότινγκ Χιλ.
Προσπαθήστε να μη διαβάζετε πολύ την εφημερίδα «Ντέιλι Μέιλ» με τις κακόγουστες ιστορίες για μετανάστες και τις θλιβερές φωτογραφίες διασήμων που πήραν ή έχασαν κιλά. Προτιμήστε καλύτερα το περιοδικό «Πράιβετ Αϊ» που θα σας ενθουσιάσει με το ιδιαίτερο εγγλέζικο πνεύμα του. Μάθετε ακόμη ότι υπάρχουν πολλές σημασίες της έκφρασης «Ι’ m sorry».
Οταν βγαίνετε, να φοράτε… στρώσεις ρούχων. Ο καιρός είναι απρόβλεπτος και ανά πάσα στιγμή μπορεί να χρειαστεί ή να αφαιρέσετε ή να προσθέσετε κάποιο. Να έχετε πάντα ακριβείς οδηγίες για το πού πηγαίνετε ή να ξέρετε να χρησιμοποιείτε καλά το GPS του κινητού σας. Τέλος, μην ξεχάσετε να έχετε πάντα μια ομπρέλα μαζί σας.

Παρίσι: Παρεξηγημένος κοσμοπολιτισμός

Ακόμα και ο συγγραφέας Ερνεστ Χέμινγουεϊ δυσκολεύτηκε πολύ να προσαρμοστεί σε αυτή την πόλη, καθώς πηγαινοερχόταν για χρόνια γράφοντας το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα των σκληρών πρώτων χρόνων του «Μια κινητή γιορτή», το οποίο και τελικά εκδόθηκε μετά τον θάνατό του. Ο Κρίστοφερ Χίτσενς το χαρακτήρισε κάποτε ως «το απόλυτο κείμενο της αμερικανικής έξαρσης για το Παρίσι, καθώς ταυτίζεται με την αδιανόητη νοσταλγία για μια αριστερή όχθη, που τώρα πια κατάντησε ένα πολύβουο τουριστικό αξιοθέατο, εκεί όπου οι σκληρές και περιθωριοποιημένες ζώνες έχουν αντικατασταθεί από τα προάστια των ανήσυχων μουσουλμάνων που περικυκλώνουν την περιφέρεια της πόλης».
Διαβάζοντας άρθρα για το Παρίσι σε εφημερίδες, περιοδικά ή ταξιδιωτικές ιστοσελίδες, αισθάνομαι ότι τα στερεότυπα πραγματικά συσσωρεύονται σε βαθμό που θα μπορούσαν να αγγίξουν την κορυφή του Πύργου του Αϊφελ ή ακόμα και τον φρικτό (κατά τη γνώμη μου) Πύργο Μονπαρνάς. Και στερεότυπα, λοιπόν, θα υπάρχουν όσο επιμένετε να μην παρατηρείτε πέρα από αυτά, ξεκινώντας από τους σνομπ σερβιτόρους μέχρι τις μπαγκέτες, τα κρουασάν και τα νυχτερινά φώτα της Παναγίας των Παρισίων που λαμπυρίζουν, αλλά δεν συγκινούν όπως παλιά.
Υστερα από πέντε χρόνια και κάτι που ζω στο Παρίσι ως διευθυντής των «Νιου Γιορκ Τάιμς», έχω αποκομίσει καλές και κακές εμπειρίες: από ένα επίσημο δείπνο στο Ελιζέ μέχρι μια πορεία διαρκείας σε παγωμένη και συνωστισμένη, λόγω απεργίας, λεωφόρο. Ετσι τώρα φεύγω λυπημένος και το μόνο που με παρηγορεί είναι η επιστροφή μου σε ένα Λονδίνο περισσότερο κοσμοπολίτικο από αυτό που άφησα χρόνια πριν.
Ο καθένας μας προσπαθεί να φτιάξει ένα δικό του Παρίσι στην καρδιά και στο μυαλό του. Οπως ο Καναδός Μόρλεϊ Κάλαχαν έγραψε κάποτε, «ήταν ένα φωτισμένο μέρος όπου η φαντασία κάλπαζε ελεύθερα».
Η καναδέζα σπουδαία χρονογράφος Μαβίς Γκαλάν έγραψε κάποτε για τον ουρανό του Παρισιού ότι έχει την όψη μιας υγρής γκρίζας τσόχας και ότι τα στενά πεζοδρόμια της αριστερής όχθης του Σηκουάνα φαίνονται χαριτωμένα μέχρι τη στιγμή που θα σπάσεις τον αστράγαλό σου προσπαθώντας να αποφύγεις ένα πλήθος Παριζιάνων που χειρονομούν κρατώντας τσιγάρο στο χέρι.
Αλλά ακόμα και αν συγγραφείς, όπως ο Αντρέ Γκλικσμάν, δικαίως ειρωνεύονται το Παρίσι ως ένα «επιχρυσωμένο μουσείο», αυτό παραμένει ένα μέρος γόνιμο για τη φαντασία, μεταφέροντας την ψυχή σε έναν χώρο διαφορετικό και ταυτόχρονα οικείο.
Αν οι Αγγλοι είναι μετριοπαθείς στις εκφράσεις (το «αρκετά καλό» γι’ αυτούς σημαίνει «απογοητευτικό»), οι Παριζιάνοι είναι υπερβολικοί. Η φράση «J’ adore» (λατρεύω) όπως και τα επίθετα «magnifique» (θεσπέσιος) και «superbe» (υπέροχος) χρησιμοποιούνται καθ’ υπερβολή, χωρίς να αντιπροσωπεύουν πάντα κάτι αληθινό. Το ίδιο ισχύει για τη λέξη «cool» (χαλαρός, ψύχραιμος): αυτοί που θεωρούνται «cool» Παριζιάνοι ξέρουν καλά μέσα τους ότι ζουν στη σταθερότητα μιας πλούσιας αστικής νησίδας που περιβάλλεται, όμως, ολόγυρα από έναν περιφερειακό δρόμο που λειτουργεί σαν το Τείχος του Βερολίνου.
Υπάρχουν μέρη στο Παρίσι που είναι όντως «cool» (ευχάριστα, όμορφα), αλλά όχι με τον τρόπο που είναι το Λονδίνο, το Βερολίνο ή ακόμα το Αμστερνταμ. Το Παρίσι είναι μια πόλη για τους προνομιούχους, που είναι κυρίως λευκοί, και τις απολαύσεις τους: μουσεία, εστιατόρια, όπερα, μπαλέτο και ποδηλατόδρομοι.
Ο Ανταμ Γκόπνικ, νεοϋορκέζος συγγραφέας, βρίσκει ότι το «παρισινό επίτευγμα» που δημιουργήθηκε τον 19ο αιώνα βασίζεται σε δύο αντιλήψεις για την κοινωνία: την ιδέα που προκύπτει από την πολεοδομική χάραξη του Οσμάν, που αναφέρεται στην αστική άνεση και ευταξία των αστών, και στην πρωτοπορία της ζώνης των περιθωριακών. Αυτών που λέμε μποέμ.
Ενώ οι δύο αυτές κοινωνίες έδειχναν να συγκρούονται, αυτός προτείνει ότι στην πραγματικότητα ήταν «βαθιά εξαρτώμενες η μία από την άλλη».
Σήμερα, ωστόσο, η ισορροπία έχει χαθεί και το Παρίσι βρίσκεται σε τάξη, σε ένα «αντισηπτικό περιβάλλον» με στενή αστυνόμευση που δεν αφήνει περιθώρια για αμφιλεγόμενες, ύποπτες παρεκκλίσεις από τους νόμους.
Η ιστορία του είναι μια ιστορία σεξ και αίματος, επανάστασης και εξέγερσης, γκιλοτίνας και κομμούνας, βασιλοκτονιών και βρεφοκτονιών, των ξένων κατακτήσεων και αυτών που σύναψαν ειρήνη με τους κατακτητές.

Ο Φρέντερικ Μπράουν, ένας αμερικανός ιστορικός, επεσήμανε κάτι σημαντικό σχετικά με την έντονη «σύγκρουση» της Γαλλίας με τον μοντερνισμό τον 19ο αιώνα, όταν αντιπαρέθεσε τα δύο ανταγωνιζόμενα σύμβολα του Παρισιού: τον Πύργο του Αϊφελ, υπόδειγμα της περιόδου της Βιομηχανικής Επανάστασης, και τη Σακρ Κερ, που χτίστηκε ως έκφραση εθνικής μετάνοιας για την ηθική παρακμή και τις αιματοχυσίες στην πόλη του Παρισιού το 1871.

Ακόμη και η μεγάλη διαμάχη μεταξύ δεξιών και αριστερών φαίνεται να έχει κοπάσει τώρα. Πέρα από αυτή τη διαπίστωση, όμως, υπάρχει απώλεια αυτοπεποίθησης και ταυτότητας, πράγμα που οδηγεί σε ακραίες εξτρεμιστικές καταστάσεις.
Υπάρχει μια βαθιά και εχθρική ρατσιστική και θρησκευτική πολιτική, η οποία προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τι σημαίνει να είσαι Γάλλος σε μια χώρα η οποία δείχνει να έχει χάσει τον δρόμο της. Η θέση της Γαλλίας στην Ευρώπη έχει κλονιστεί και έχει επηρεαστεί από την ισλαμοφοβία και τον υπερεθνικισμό.
Και αυτό επίσης είναι κομμάτι της ιστορίας του Παρισιού. Φτάνει μόνο να επισκεφτείτε το 19ο Διαμέρισμα, με το πανέμορφο Πάρκο Μπουτ Σομόν, όπου συμμορίες νέων μουσουλμάνων, Αφρικανών και Εβραίων παλεύουν για το ποιος θα επικρατήσει στην περιοχή ή τις υπαίθριες αγορές κοντά στο πολυκατάστημα Tati (στο 18ο Διαμέρισμα), ή να ξοδέψετε χρόνο στο Γκαρ ντε Νορντ, έναν από τους πιο πολυσύχναστους σταθμούς μετεπιβίβασης στην Ευρώπη.

Εκεί, τουρίστες και Γάλλοι που πηγαίνουν στις δουλειές τους αποφεύγουν να κοιτούν νεαρούς εκδιδόμενους Ρομά που έρχονται στα χέρια με τυνήσιες ιερόδουλες και συμμορίες ανήλικων μαύρων και μουσουλμάνων κοριτσιών που προσπαθούν με προκλητικό ντύσιμο να τραβήξουν την προσοχή των αγοριών. Οπλισμένοι αστυνομικοί κάνουν αιφνίδιους ελέγχους σε νέους αλλοδαπούς, αν και υπάρχει νόμος που απαγορεύει τις φυλετικές διακρίσεις.

Το Παρίσι είναι η πιο όμορφη πόλη στον κόσμο. Για μένα, μόνο η Πράγα το πλησιάζει. Είναι βρώμικο, όμως, ως πόλη. Ενώ οι τουρίστες το αντιμετωπίζουν με δέος και σεβασμό, οι Παριζιάνοι το αντιμετωπίζουν με αδιαφορία ή ακόμη και με περιφρόνηση.
Οι Παριζιάνοι είναι αυτοί που αφήνουν τα περιττώματα των σκύλων στα πεζοδρόμια, αυτοί που αδιαφορούν για τους κάδους απορριμμάτων. Τώρα, με τον νόμο που απαγορεύει το κάπνισμα μέσα σε εστιατόρια, οι ταράτσες των καφέ έχουν συνωστισμό. Οι δρόμοι έχουν μετατραπεί σε σταχτοδοχεία και τα σκουπίδια φαίνεται να παραμένουν ακόμα και μετά τον καθαρισμό των συνεργείων του δήμου. Πολλές περιοχές του Παρισιού μού θυμίζουν την Τάιμς Σκουέρ έτσι όπως έμοιαζε στις 8 το πρωί της Κυριακής στις παλιές, άσχημες ημέρες.
Το Παρίσι ακόμα προσελκύει τους περισσότερους ξένους τουρίστες από οποιαδήποτε άλλη πρωτεύουσα. Το 2012, 83 εκατ. άτομα επισκέφτηκαν το Παρίσι και από αυτούς το 83% ήταν Ευρωπαίοι, ενώ την ίδια χρονιά μόνο 29,3 εκατ. επισκέφτηκαν την Αγγλία. Στο Παρίσι μόνο κάθε χρόνο ταξιδεύουν 33 εκατ. τουρίστες, οι μισοί από τους οποίους είναι ξένοι. Πολλοί από αυτούς ψάχνουν αυτό το μυθικό μέρος όπου ο Σαρλ Αζναβούρ συναντά την Κατρίν Ντενέβ, τον Ζιντάν, τον Ντιορ και όλοι πίνουν σαμπάνια, τρώνε φουα γκρα, τρούφες, στρείδια και αστακούς.
Οπως κάποιες φορές τουρίστες που επισκέπτονται τα Ιεροσόλυμα υποφέρουν από το «σύνδρομο της Ιερουσαλήμ», φαντάζοντας τους εαυτούς τους να βρίσκονται σε απευθείας σύνδεση με τον Θεό, κάποιοι Ιάπωνες υποφέρουν από αυτό που ονομάζεται «σύνδρομο του Παρισιού», ενοχλημένοι από τη διαφορά αυτού που έχουν φανταστεί και αυτού που τελικά ανακαλύπτουν. Οπως έγραψε ο Γουόλτ Γουίτμαν, το Παρίσι προσφέρει αναρίθμητες εμπειρίες στον επισκέπτη και οι περισσότεροι αναχωρούν έχοντας βρει αρκετά από αυτά που λαχταρούσαν, ώστε να αναπτύξουν τελικά μια διά βίου τάση για επιστροφή.
Η πόλη σάς προσφέρει τη μοναδική ευκαιρία να περπατήσετε και να ανακαλύψετε μικρά γραφικά δρομάκια, πολλές φορές χωρίς ονόματα, και κρυφές γωνιές που θα μείνουν για πάντα στην καρδιά σας και θα στοιχειοθετήσουν το δικό σας Παρίσι.
Περπατήστε πάνω στην πεζογέφυρα κοντά στον σταθμό Ιένα του μετρό νωρίς το πρωί, που δεν έχει ακόμα κίνηση, χαζέψτε τη θέα από εκεί και μετά ανεβείτε τα απότομα σκαλιά που οδηγούν στον δρόμο και απολαύστε τον καφέ σας στο Μουσείο του Γκιμέτ, όπου φιλοξενούνται κάποια από τα σπουδαιότερα έργα τέχνης της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η βόλτα αυτή θα σας μείνει αξέχαστη.
Μου αρέσει, όπως άλλωστε και σε όλους, να κάνω τη βόλτα μου σε ένα στενό δρομάκι γεμάτο με μικρά καταστήματα με αντίκες, αρκεί να καταλήξω σε ένα από τα μεγάλα πάρκα, όπως το Μονσό, το Λουξεμβούργο ή το Τιλερί. Δεν μπορώ ποτέ να περάσω από την Πλας ντε λα Κονκόρντ χωρίς να κοιτάξω προς τη βορειοανατολική πλευρά, εκεί όπου ήταν κάποτε η Πλας ντε λα Ρεβολουσιόν, όπου τοποθετήθηκε η γκιλοτίνα και αποκεφαλίστηκε η Μαρία Αντουανέτα.

Οι Παριζιάνοι έχουν μια αισθητική μοναδική σε όλον τον κόσμο. Δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην εμφάνισή τους, όπως συμβαίνει ακόμα και με ένα μέτριο εστιατόριο που θα επιμεληθεί ιδιαίτερα την παρουσίαση των πιάτων του.

Οι γαστρονομικές ανησυχίες των Γάλλων δεν σταματούν ποτέ. Πειραματίζονται συνεχώς με νέα πιάτα που περιλαμβάνουν διαφορετικούς συνδυασμούς λαχανικών και καρυκευμάτων, επιδιώκοντας μεστές και εκλεπτυσμένες γεύσεις.
Ακόμα και τα ντελικατέσεν καταστήματα τροφίμων σερβίρουν πρωτότυπα και ευφάνταστα πιάτα. Στο φημισμένο Dalloyau μπορείτε να δοκιμάσετε ομελέτα για χορτοφάγους με πολλαπλές στρώσεις, σαν τούρτα, και γευστικότατα μακαρόν με φιστίκι.
Μπορείτε επίσης να πάτε για δείπνο στο Fauchon και να απολαύσετε νορβηγικό αστακό με ριζότο και ένα καλό λευκό κρασί σε λογικές τιμές. Ακόμα και ο Χέμινγουεϊ είχε ενθουσιαστεί με τα στρείδια. Αλλά εκείνος φαίνεται ότι ήξερε κάτι γι’ αυτήν την εκπληκτική πόλη και ό,τι αυτή του πρόσφερε.

«Δεν υπάρχει τέλος γι’ αυτά που θα μπορούσε να πει κανείς για το Παρίσι και οι αναμνήσεις του κάθε ανθρώπου που έζησε εκεί είναι διαφορετικές», έγραφε. «Το Παρίσι πάντα ήταν μοναδικό και πάντα σε αντάμειβε για ό,τι του έδινες». Στη συνέχεια, με κάποια πικρία, προσέθετε: «Αλλά έτσι ήταν το Παρίσι στην παλιά εποχή, τότε που ήμασταν όλοι πολύ φτωχοί και πολύ ευτυχισμένοι».