Η κρίση ανέτρεψε τις πνευματικές αναφορές της Μεταπο-λίτευσης, λέει ο συγγραφέας που διερευνά τις ανεπάρκειες πολιτικού συστήματος και συνταγματικών θεσμών, ανιχνεύοντας τα επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν για την αναβάθμιση του Κοινοβου-λευτισμού στη χώρα

Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ιδιαίτερα γνωστός τόσο με τις τεκμηριωμένες επιστημονικές μελέτες του –με πιο πρόσφατη το εξαιρετικό βιβλίο του «Το Σύνταγμα και οι εχθροί του» (Πόλις) –όσο και με έργα παρέμβασης στην πολιτική και στην κοινωνικοοικονομική επικαιρότητα. Το παρουσιαζόμενο βιβλίο αποτελεί δείγμα της δεύτερης πλευράς του συγγραφέα. Και σ’ αυτό το έργο όμως ο Ν. Αλιβιζάτος δεν επιτρέπει στη βούληση της πολιτικής παρεμβατικότητας να επισκιάσει την ανάγκη της επιστημονικής διαύγασης των φαινομένων.

Ο συγγραφέας ξεκινά με τη διαπίστωση ότι αυτή η κρίση ανέτρεψε τις πνευματικές αναφορές της Μεταπολίτευσης. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου επικεντρώνεται στο να αναδείξει τα βασικά προαπαιτούμενα που χρειάζεται να έχει κανείς υπόψη του για να προχωρήσει σε μεταρρυθμιστικές προτάσεις, οι οποίες θα σέβονται τους κανόνες της δημοκρατικής αντιπαλότητας και τις αρχές του κράτους Δικαίου.

Και σε αυτά τα βασικά περιλαμβάνεται η αρχή που θέλει να είναι η μεταρρυθμιστική λογική αυτή που θα διέπει την πολιτική συμπεριφορά και όχι η αρχή της βίας. Γι’ αυτόν η «ιδέα των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων είναι ο μόνος δυνατός τρόπος για την πραγματοποίηση των όποιων αλλαγών». Επειδή, βεβαίως, ο Αλιβιζάτος δεν είναι «χθεσινός» φιλελεύθερος, σπεύδει να διευκρινίσει ότι ο αποκλεισμός της βίας αφορά μόνο τις περιπτώσεις, όπου η πολιτική συμπεριφορά εκδηλώνεται στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (σελ. 27).

Ο διάλογος που προτείνει για τον σχετικό εξορθολογισμό της δημοκρατίας δεν μπορεί να γίνει με τους οπαδούς της βίας ως πολιτικού μέσου, ούτε με τους υποστηρικτές του εθνικισμού, τους θιασώτες του «ανάδελφου» έθνους και του εθνικού απομονωτισμού, ούτε βεβαίως με όσους αρνούνται τον πολιτικό πλουραλισμό.

Στο δεύτερο μέρος τονίζει ότι η Μεταπολίτευση, παρά τα αδύνατα σημεία της, αποτελεί μία «από τις ευτυχέστερες περιόδους της Ιστορίας της νεότερης Ελλάδας». Δεν διστάζει, και καλά κάνει, να προχωρήσει σε κριτική του σημερινού μοντέλου της παγκοσμιοποίησης, το οποίο διαπνέεται από τη λογική των απελευθερωμένων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Ασκώντας δριμύτατη κριτική στις οικονομικές πολιτικές που ασκήθηκαν στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης δείχνει ότι η απορρύθμιση δεν ήταν μοιραίο γεγονός ή ατύχημα, αλλά συνέπεια των νεοφιλελεύθερων δογμάτων. Δόγματα που οδήγησαν σε μια Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς ενότητα.

Βεβαίως για τα δεινά της χώρας δεν φταίνε τόσο οι εξελίξεις στο παγκόσμιο στερέωμα αλλά οι δικές μας ανεπάρκειες, τα λάθη και οι εγγενείς αδυναμίες των δύο μεγάλων κόμματων, των θεσμών της Δικαιοσύνης, της δημόσιας διοίκησης, αλλά και η κυριαρχία του λαϊκίστικου πνεύματος σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και της Αριστεράς.

Σχετική ευθύνη για την κρίση έχουν και οι συνταγματικοί θεσμοί. Ο συγγραφέας δεν απαξιώνει το Σύνταγμα της χώρας. Αντιθέτως, για τον συγγραφέα αυτό κατόρθωσε να κρατήσει την πολιτική αντιπαράθεση σε δημοκρατικό πλαίσιο. Την ίδια στιγμή το ελληνικό τριπλά αναθεωρημένο Σύνταγμα χώλαινε σε ένα πολύ σημαντικό και κρίσιμο σημείο. Δεν κατόρθωνε να δημιουργεί θεσμούς οι οποίοι θα απέτρεπαν τα κύματα λαϊκισμού και πελατειακών σχέσεων που πολιορκούσαν το πολιτικό σύστημα. Ετσι τα κόμματα καρτέλ, μην έχοντας την υποστήριξη ενός Συντάγματος που θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στις επιθέσεις λαϊκισμού, οδήγησαν τους πολίτες στην απολιτικοποίηση, στη δυσπιστία προς την πολιτική και στην ενδυνάμωση των «αντισυστημικών» τάσεων μέσα στην κοινωνία.

Στο τρίτο και πληρέστερο τμήμα του βιβλίου του, μαζί με την ανάλυση των αδυναμιών του ελληνικού Συντάγματος, προχωρά και σε συγκεκριμένες προτάσεις για την αναθεώρησή του. Απορρίπτει ως ανεδαφικά αλλά και επικίνδυνα αιτήματα όπως συντακτική αντί αναθεωρητικής αλλαγής του Συντάγματος, αντικατάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος από ένα προεδρικό και κατάργηση της αντιπροσωπευτικής από μια ασαφή άμεση δημοκρατία.