Για παραπάνω από είκοσι τέσσερα χρόνια συνδύαζε την καθημερινότητα της εργασίας στην Τράπεζα της Ελλάδος με τον μαγικό κόσμο των λέξεων. Και η χθεσινή εκδήλωση προς τιμήν της υπενθύμισε τις λογοτεχνικές συνεισφορές τηςτη δεκαετία του ’60 στο περιοδικό «Κύκλος»

Η (τιµητική) επιστροφή της Κικής Δηµουλά χθες το απόγευµα στο κεντρικό κτίριο της Τραπέζας της Ελλάδος είχε πολλούς συµβολισµούς και µια ιδιαίτερη φόρτιση. Εξάλλου, εδώ εργάστηκε για είκοσι πέντε χρόνια (1949-1974) πολύ πριν γίνει µια ποιήτρια «σταρ».

Κι αυτό αφού μπορεί σήμερα η ίδια να βρίσκεται στις ευπώλητες ποιητικές πένες και πολλοί στίχοι της να ταξιδεύουν με SMS ή σε τοίχους της πόλης, να μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σουηδικά, ιταλικά και ισπανικά και πρόσφατα από τη Σεσίλ Ιγγλέση – Μαργέλλου στα αγγλικά: «The Brazen Plagiarist», Yale University Press, Οκτώβριος 2012), να έχει αποσπάσει πολλές διακρίσεις, να είναι ακαδημαϊκός, όμως για πολλά χρόνια πέρασε από πολλά τμήματα της Τράπεζας.

Εκείνη την εικοσαετία οριστικοποίησε μέσα της τον ποιητικό της κώδικα, το ύφος, ίσως και πολλές από τις μεταγενέστερες εμπνεύσεις της. Τότε εξάλλου ήταν που για οκτώ χρόνια είχε αποσπαστεί στη σύνταξη του περιοδικού «Kύκλος» που εξέδιδε η Tράπεζα με πρωτοβουλία του Ξενοφώντα Ζολώτα, με λογοτεχνικό και οικονομικό περιεχόμενο, στο οποίο δημοσιεύονταν κείμενά της.

Η χθεσινή λοιπόν βραδιά ήταν ξεχωριστή για τη Δημουλά, αφού εκεί, στον γνώριμό της χώρο (που προσελήφθη την τελευταία χρονιά του Εμφυλίου, όταν και συνταξιοδοτήθηκε ο πατέρας της Χρήστος Ράδος, επίσης τραπεζικός υπάλληλος στην Τράπεζα), και παρόντος του Προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια τιμήθηκε με πλακέτα από τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γεώργιο Προβόπουλο.

Επίσης, για τη χθεσινή εκδήλωση, το Κέντρο Πολιτισμού, Ερευνας και Τεκμηρίωσης της Τραπέζης της Ελλάδος εξέδωσε συλλεκτικό τεύχος του περιοδικού της Τραπέζης «Κύκλος» με κείμενα της Κικής Δημουλά από την εποχή που η ίδια αρθρογραφούσε στο περιοδικό (που παρεμπιπτόντως σταμάτησε την κυκλοφορία του η χούντα το 1967). «Ημουν δεκαεννιά ετών τότε. Ο πατέρας μου θα έφευγε για σύνταξη και η Τράπεζα έδινε το δικαίωμα στους υπαλλήλους της να βάλουν τα παιδιά τους εκεί. Εγώ βέβαια ήθελα να γίνω μουσικός, να μάθω πιάνο. Μου άρεσε και να τραγουδάω. Ηθελα να γίνω και δικηγόρος, αλλά με απέτρεψε η οικογένειά μου και ο μεγαλοδικηγόρος αδελφός της μάνας μου», εξομολογούνταν η ίδια στην εκπομπή «Μονόγραμμα» της Ηρώς και του Γιώργου Σγουράκη που αποσπάσματά της προβλήθηκαν στη χθεσινή εκδήλωση.

Και ίσως αυτή η μονοδιάστατη και προβλεπόμενη ζωή του εργάσιμου βίου να συσσώρευσε μέσα της το αδόκητο του λόγου της, την ανατροπή των στίχων και των νοημάτων και τη νέα οριοθέτηση του ποιητικού λόγου που επέβαλε. «Οποια κενά χρόνου έβρισκα τα αξιοποιούσα. Τι σχέση όμως μπορεί να είχα με τον πεζό λόγο; Και όμως καταπιανόμουν και έγραφα κάθε μήνα. Είχα ένα βάρος να δίνω ύλη στο περιοδικό, δεν ήταν και τόσο θαρραλέα τότε τα πράγματα», είπε η Κική Δημουλά στα «ΝΕΑ» και ένα απόσπασμα από πεζό της του 1962 (στο τεύχος 18 του «Κύκλου») με τον τίτλο «Υπό τα Φώτα της Πόλεως» αποκαλύπτει μια πυρετώδη παρατηρήτρια της πόλης, της πόλης που αγαπά και δεν αποχωρίστηκε ποτέ, αφού εδώ βρήκε τη μετέπειτα ποιητική της ύλη: «Θεέ μου, τι πλούσιο φιλμ που είναι ένας κεντρικός δρόμος, μια κεντρική ώρα, ένα κεντρικό ζαχαροπλαστείο, με επίκεντρο τη βροχή. Ασπρες, νερένιες τις ξέραμε τις σταγόνες, επίχρυσες, κίτρινες, διαμαντένιες τις ανακαλύπτουμε, καθώς περιλούονται από τα φώτα των αυτοκινήτων. Τι θαμποί, τι ταξιδιάρικοι, τι νοτισμένοι που φαίνονται οι επιβάτες των τρόλεϊ και των λεωφορείων πίσω από τα χνωτισμένα τζάμια. Σα φωτογραφίες που πήραν φως ή που οι άνθρωποι κουνήθηκαν, κι οι φωτογραφίες χάλασαν, σάστισαν».

Και μπορεί να φαντάζει αντιφατική η εικόνα της τραπεζικού που γράφει ποίηση και πεζό, αλλά εκείνη σημειώνει: «Είχα τον ψόγο των ομοτέχνων μου συχνά ότι πέρα από μητέρα και ως εργαζόμενη δεν αφιερώνομαι στην ποίηση. Πάρα ταύτα δεν ξέχασα ποτέ την ποίηση. Ούτε στον καιρό των μεγάλων απωλειών. Μάλλον τότε τη θυμήθηκα πολύ περισσότερο».

Γεννημένη το 1931 –το πατρικό της όνομα είναι Βασιλική Ράδου –δεν έφυγε ποτέ από την Κυψέλη (για ένα μικρό διάστημα μόνο πήγε στην Αγία Παρασκευή). Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1956 με την συλλογή «Ερεβος», ενώ φαίνεται να χωρίζεται το έργο της σε εκείνο πριν από το 1971 (εκείνη τη χρονιά κυκλοφόρησε τν συλλογή «Το Λίγο του Κόσμου») και στην ύστερη και οριστική εποχή της, όπου η γλώσσα γίνεται ένα μουσικό όργανο στα χέρια της, τα ρήματα γίνονται επίθετα, τα ουσιαστικά επιρρήματα.

Με μεγάλη διείσδυση στις νεότερες γενιές, που αναζητούν ίσως σε θραύσματα του ποιητικού της λόγου το έλλογο αντίδοτο της ερωτικής απελπισίας, του θανάτου, της μοναξιάς (προσφιλών και εκείνης θεμάτων), προσφάτως μπήκε στο στόχαστρο από μερίδα του ψηφιακού όχλου για υποτιθέμενη «ξενοφοβική» δήλωσή της σε εκδήλωση στην Κυψέλη με θέμα την αγαπημένη της γειτονιά. Χαρτογράφος της πόλης, βαθιά υπαινικτική, δεν μπορεί να μη βρεις «σπέρματα» του ποιητικού της σύμπαντος στα τότε πεζά της στο περιοδικό «Κύκλος». Ενα ακόμη δείγμα από εκείνο με τον τίτλο «…Και πραγματικοτήτων» του 1965 (τεύχος 45): «Και τότε παρουσιάζεται εκείνη, έτσι ολοέξαφνα, ούτε το πήρα είδηση από πού ήρθε, από ποια απελπισμένη του βόλτα ξετινάχτηκε, από ποια δική της αταραξία αβίαστα πρόβαλε. Στέκεται εδώ στην πόρτα, παίζει μαζί της το φως, κρατάει ένα μισοφαγωμένο σουβλάκι, δαγκώνει μια νέα μπουκιά, τη μασάει μαζί με μια «καλησπέρα». Χαριτωμένα κι εύθυμα, με τη χάρη και την ευθυμία των ανθρώπων που αργούνε, έτσι θέλουν κι αργούνε. Αυτός, μόλις την βλέπει, όχι να πλησιάσει, όχι να της μιλήσει. Πισωπατάει μόνο, και εξαντλημένος, ρίχνεται πάνω στον τοίχο του σπιτιού. Και μένει έτσι. «Η κούραση της ευδαιμονίας, σκέφτομαι».

Το συλλεκτικό τεύχος του «Κύκλου», που κυκλοφορεί από χθες και συγκεντρώνει τα τότε πεζά της (πολλά από τα οποία είχαν εκδοθεί και από τον Ικαρο), είναι ένα καθρέφτισμα του έργου της πριν από πενήντα χρόνια. Το οποίο έριχνε γέφυρες προς το –αιώνιο –σήμερα.