Οι τελευταίες δολοφονίες με πολιτικό πρόσημο φανέρωσαν δραματικά τις συνέπειες του βίαιου κύκλου που έχουμε εισέλθει. Προκάλεσαν όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για ένα άλλο πολύ σημαντικό θέμα: τι κάνουμε με την εικόνα της πολιτικής βίας και τις συνέπειές της; Τις δείχνουμε στο φιλοθεάμον κοινό ή τις αποκρύπτουμε για να μην επιτείνουμε ή εξιδανικεύσουμε την ίδια την πράξη της βίας; Ηταν η φωτογραφία του δολοφονημένου Φύσσα αποτροπιαστική ή δυνάμει μέσο ευαισθητοποίησης εναντίον του φασισμού; Είναι η σκηνή εκτέλεσης έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής απλώς σοκαριστική ή διαμορφώνει ένα κλίμα καταδίκης της τρομοκρατίας;

Οποια και αν είναι η απάντηση στα δύσκολα αυτά ερωτήματα είναι γεγονός ότι σε μια δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία δεν μπορούν κανονιστικά να αποκρύπτονται οποιεσδήποτε πληροφορίες και ειδήσεις, ειδικά όταν αυτές εμπεριέχουν στοιχεία αποκάλυψης της αυθαιρεσίας και της βαρβαρότητας κρατών, συλλογικοτήτων ή ατόμων. Πραγματικά οδυνηρό για τον δημοκρατικό πολιτισμό θα ήταν για παράδειγμα να μην είχαμε δει ποτέ τις φωτογραφίες του δολοφονημένου από την Αστυνομία Τάσου Τούση σε εργατική διαμαρτυρία, τον δολοφονημένο Γρηγόρη Λαμπράκη από το παρακράτος, σκηνές από τη δολοφονία Κένεντι ή τις πολεμικές θηριωδίες εναντίον αμάχων στο Βιετνάμ κ.ά.

Είναι γνωστό ότι σε πολλές περιπτώσεις αυτές οι εικόνες της βίας έχουν γίνει σύμβολα ανθρωπισμού, φιλειρηνικών και αντιολοκληρωτικών κινημάτων, αντίθετα από όσα πρεσβεύουν οι φοβικοί της εικόνας που θεωρούν ότι οι σκηνές βίας μάλλον υποδαυλίζουν τη λατρεία της, καθιστώντας τους θεατές συνένοχους και συναυτουργούς της.

Το ζητούμενο δεν είναι να αποκηρύξουμε συλλήβδην τη δημοσιοποίηση της εικόνας της πολιτικής βίας, αλλά να εξετάσουμε σε κάθε περίπτωση τους λόγους και τον φορέα της προβολής της. Στην περίπτωση της δολοφονίας του Π. Φύσσα η φωτογραφία που δημοσίευσε η εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», πέρα από το ότι υπογράμμιζε τραγικά τις συνέπειες του εγκλήματος, «αποκάλυψε» μέσα από τον δημόσιο λόγο που προκάλεσε την εύνοια που είχε δείξει για τη Χρυσή Αυγή η συγκεκριμένη εφημερίδα στο παρελθόν. Αντίθετα, η προβολή της σκηνής της τρομοκρατικής εκτέλεσης των δύο νέων ανθρώπων στο Νέο Ηράκλειο δεν προσέθεσε τίποτα καινούργιο στις αφηγήσεις που υπήρχαν γι’ αυτήν. Μάλλον παρουσίασε, λόγω της «φύσης» της συγκεκριμένης κάμερας, τη διπλή δολοφονία με τρόπο ψυχρό και αποστασιοποιημένο, όπως στις εικόνες των video games.

Συμπερασματικά, τα ΜΜΕ πρέπει να κρίνουν τη δημοσιοποίηση βίαιων εικόνων όχι μόνο με βάση την εμπορικότητα αλλά την πολιτική αξία τους.

*Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης