Ως μια μορφή επίσημου τελετουργικού, οι παρελάσεις στις εθνικές επετείους ήταν για πολλά χρόνια τυποποιημένες, προβλέψιμες, ακόμη και βαρετές. Αυτή η διαπίστωση φαίνεται να μην ισχύει για τις παρελάσεις της κρίσης. Ξαφνικά, η παρέλαση σταμάτησε να είναι «παράδοση» και άρχισε να παράγει ειδήσεις.

Το 2011 η στρατιωτική παρέλαση στη Θεσσαλονίκη ματαιώνεται, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναγκάζεται να αποχωρήσει από τον χώρο των εκδηλώσεων, ενώ επεισόδια σημειώνονται σε διάφορες πόλεις της χώρας. Στο φορτισμένο κλίμα εκείνων των ημερών, το «όχι» της επετείου γίνεται το αντιμνημονιακό «όχι». Οι διαδηλωτές επιστρατεύουν σβάστικες για να καταγγείλουν τη γερμανική πολιτική και καίνε γερμανικές σημαίες. Η Γερμανία αποτελεί τον πλέον «ορατό» εχθρό στην Ελλάδα του Μνημονίου.

Το 2012, η Ανγκελα Μέρκελ επιλέγει να πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα τον Οκτώβριο, λίγες ημέρες πριν από την εθνική επέτειο. Η κυβέρνηση θέτει σε εφαρμογή δρακόντεια μέτρα ασφαλείας προκειμένου η επίσκεψη να μην εξελιχθεί σε αντιμνημονιακή, αντιγερμανική διαδήλωση. Ωστόσο, αφίσες στο κέντρο της πρωτεύουσας εικονογραφούν τη νέα «γερμανική κατοχή». Στην παρέλαση, τα μέτρα ασφαλείας παραμένουν αυξημένα. Με βάση τον νέο σχεδιασμό, αυξημένη είναι και η απόσταση, χωροταξικά και συμβολικά, που χωρίζει τους επισήμους από το κοινό, τους δυνάμει διαδηλωτές. Η παρέλαση δεν είναι πια μια εορταστική ρουτίνα, είναι πηγή ανησυχίας.

Το 2013 ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου βρέθηκε στο επίκεντρο τριών διαφορετικών δημόσιων αντιπαραθέσεων, που όμως επηρεάζουν αναπόφευκτα η μία την άλλη.

– Θέμα πρώτο: ποιος είναι ο «σωστός» τρόπος να εορτάζεται η εθνική επέτειος σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και λιτότητας; Πρέπει οι παρελάσεις να γίνονται «χωρίς μιζέρια», κατά τη δήλωση του υπουργού Αμυνας, ή η στρατιωτική παρέλαση συνιστά έναν περιττό και αμφιλεγόμενο ιδεολογικά αναχρονισμό, όπως έσπευσαν πολλοί να αντιτείνουν; Και αν ο υπουργός έχει δίκιο, μπορεί η «δόξα και τιμή», με τις οποίες περιβάλλει το ελληνικό κράτος τις παρελάσεις του, να είναι αντικείμενο ιδιωτικής χορηγίας;

– Θέμα δεύτερο: Ποιο είναι το περιεχόμενο της εθνικής ανεξαρτησίας μετά τις δανειακές συμβάσεις; Και αυτός ο εορτασμός συνέπεσε με μια ακόμη κρίση στις σχέσεις της χώρας με τους δανειστές της. Πολλά ΜΜΕ επέμειναν σε αυτή τη χρονική σύμπτωση επικαλούμενα την ιστορική μνήμη. Στο μεσοδιάστημα μεταξύ της αποχώρησης του κλιμακίου της τρόικας και της επικείμενης επιστροφής του, ο Πρωθυπουργός επιστράτευσε τη ρητορική της «σκληρής διαπραγμάτευσης» και υποστήριξε πως δεν πρόκειται να υποκύψει στις πιέσεις για νέα μέτρα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μετά την ολοκλήρωση της παρέλασης στη Θεσσαλονίκη, αφού εξήρε την προσφορά της χώρας στον συμμαχικό αγώνα, δήλωσε πως ο ελληνικός λαός «δεν μπορεί να δώσει κάτι περισσότερο» και πως δεν πρόκειται να υποκύψει σε εκβιασμούς. Από την πλευρά της, η αξιωματική αντιπολίτευση συνέδεσε την επέτειο με την αντίθεση στη «μνημονιακή πολιτική».

– Θέμα τρίτο: Πώς ερμηνεύεται ο αντιφασισμός στην Ελλάδα σήμερα, τη στιγμή που αυτή είναι αντιμέτωπη με την πρόκληση του νεοναζισμού; Ποια πρέπει να είναι η στάση της ελληνικής Πολιτείας και των κομμάτων απέναντι στη Χρυσή Αυγή; Εχουν θέση οι βουλευτές της τελευταίας στους επίσημους εορτασμούς για την αναμέτρηση με τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό;

Και, επιπλέον, πόσο έχει κατανοηθεί το πρόβλημα που αντιπροσωπεύει η Χρυσή Αυγή, όταν ένας περιφερειάρχης και ένας αρχηγός κόμματος θεωρούν πως εκτός από το νεοναζιστικό κόμμα και το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εγκληματική οργάνωση, ενώ ο Πρωθυπουργός αποφαίνεται πως «έχουμε τόσους ανέργους όσους και παράνομους μετανάστες», αφήνοντας περιθώρια για διάφορες, εξόχως επικίνδυνες ερμηνείες;

Εντέλει, η παρέλαση της Θεσσαλονίκης σημαδεύτηκε από τις ηχηρές πολιτικές απουσίες και την επιβεβλημένη, για μία ακόμα φορά, απόσταση ανάμεσα στα επίσημα δρώμενα και το πλήθος. Η πολιτική ελίτ της χώρας εμφανίστηκε διχασμένη. Από αυτόν τον εορτασμό δεν προέκυψαν οι καθιερωμένες φωτογραφίες, με το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας επί της εξέδρας να συμβολίζει την εθνική ενότητα. Οι παρελάσεις της κρίσης δεν μπορούν να είναι πια βαρετές. Αντανακλούν την αμηχανία της Πολιτείας που τις διοργανώνει και τον διχασμό του έθνους στο οποίο απευθύνονται.

Η Τζένη Λιαλιούτη είναι διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο