Με καταγωγή από τη Βοημία, γεννήθηκε στην Ιταλία και σπούδασε στο Ιταλικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης. Ζωγράφος, γραφίστας, μεταφραστής, συγγραφέας, συνέδεσε την πορεία του με δύο από τα έντυπα που έγραψαν ιστορία: τον «Κοχλία» του Πεντζίκη και τη «Διαγώνιο» του Χριστιανόπουλου. Στα 91 του, καταγράφει την περιπέτεια της ζωής του σε ένα πρόσφατο αυτοβιογραφικό βιβλίο

«Τώρα που η λίμνη του Αγίου Βασιλείου αργοπεθαίνει χαίρομαι γιατί κάποτε πήγα στις όχθες της και βούτηξα στα νερά της τα γυμνά μου πόδια, κι ας γέμισαν αμέσως βδέλλες. Και αναρωτιέμαι πόσοι είναι σήμερα οι Θεσσαλονικείς που θυμούνται τη λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής και τον βάλτο που σχημάτιζε ο ποταμός Ανθεμούντας, από την κοιλάδα της Γαλάτιστας μέχρι περίπου το σημερινό αεροδρόμιο, δίπλα στο οποίο τα λιγοστά νερά του χύνονταν στον Θερμαϊκό. Γιατί πέρασαν εξήντα χρόνια από την εξαφάνισή τους».

Η ζωηρή ανάμνηση της προπολεμικής θεσσαλονικιώτικης υπαίθρου ανήκει σε ένα πρόσωπο ταυτισμένο με την κοσμοπολίτικη πλευρά μιας πόλης με μεγάλες αντιθέσεις, που για δεκαετίες φιλοξένησε μερικές από τις πιο πρωτοπόρες ιδέες. Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους μιας ανήσυχης πνευματικότητας που μαχόταν συνεχώς την κοινοτοπία της εθνικής ομοιομορφίας, μέσω της οποίας η πόλη παραδόθηκε στην κουλτούρα του σκυλάδικου και σε πολιτικούς τύπου Ψωμιάδη, ο Τσίζεκ παρέδωσε, πριν από λίγο καιρό, το μικρό βιβλίο «Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής και άλλες αφηγήσεις» (Εκδ. Κίχλη), με γοητευτικά αφηγήματα. Εκεί περιγράφει τη ζωή του σε σχέση με την πόλη και τις αλλαγές της, συχνά βίαιες, μέσα στον χρόνο –αλλά και σε σχέση με την τσεχική καταγωγή του, που τον γέμισε με επιπλέον άγχος: το άγχος για τους ομοεθνείς του, πολλοί από τους οποίους αντιμετώπισαν τη βία της ανελευθερίας του κομμουνιστικού καθεστώτος της Τσεχοσλοβακίας μέχρι την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης.

«ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ» – «ΚΟΧΛΙΑΣ». Γεννημένος το 1922 στην Μπρέσια της Ιταλίας ήρθε στη Θεσσαλονίκη το 1929 με τους γονείς του, που τον έγραψαν στο Ιταλικό Σχολείο. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία και αργότερα Ιταλική Γλώσσα και Λογοτεχνία στο ΑΠΘ, όπου δίδαξε στο Ιταλικό Τμήμα (1961-1988). Το 1940 γνωρίστηκε με τον συγγραφέα Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και υπήρξε βασικός συνεργάτης του ιστορικού περιοδικού της Θεσσαλονίκης «Κοχλίας» (1945-1948). Για τη σχέση του αυτήν με ένα από τα «σήματα κατατεθέντα» της πνευματικής Θεσσαλονίκης, ας εμπιστευθούμε τη μαρτυρία του εξονυχιστικού στις καταγραφές του Ντίνου Χριστιανόπουλου:

«Η γνωριμία με τον Πεντζίκη έγινε μέσω του Στέλιου Ξεφλούδα, ο οποίος υπήρξε καθηγητής του Τσίζεκ στο ιταλικό λύκειο. […] Πέντε χρόνια αργότερα, το 1945, κυκλοφόρησε το περιοδικό «Κοχλίας» που το διηύθυνε ο Γιώργης Κιτσόπουλος με τη βοήθεια του Γιάννη Σβορώνου, αλλά ψυχή του ήταν ο Πεντζίκης. Οι υπόλοιποι στενοί συνεργάτες ήταν η Ζωή Καρέλλη, ο Γιώργος Θέμελης, ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, ο Γ.Ξ. Στογιαννίδης, ο Τάκης Ιατρού και ο Νίκος Σαχίνης. Το περιοδικό κράτησε μόνο δύο χρόνια και κάτι (1946 και 1947) αλλά το παράδειγμά του θα μείνει ανεπανάληπτο. Ο Τσίζεκ συνεργάστηκε με δύο θαυμάσια σχέδια, τέσσερα αξιόλογα πεζά και μια παρουσίαση του τσέχου ποιητή Γίρζι Βόλκερ. […] Απ’ όλη την περίοδο του «Κοχλία» μάς έμειναν καμιά τριανταριά όλα κι όλα σχέδια του Τσίζεκ, η έφεσή του προς τις μεταφράσεις που συνεχίστηκε κι αργότερα και προπάντων το παράδειγμα του Πεντζίκη, που ο Τσίζεκ το κράτησε σταθερά χωρίς επιδερμικές απομιμήσεις».

Η συνεργασία του Τσίζεκ με τον Χριστιανόπουλο, στην τυποτεχνική και καλλιτεχνική επιμέλεια του περιοδικού «Διαγώνιος» (1958-1983) αρχικά και των εκδόσεων της Διαγωνίου (1962-1998) υπήρξε η απαρχή μιας λαμπρής πορείας στον σχεδιασμό και στην επιμέλεια εκδόσεων. Το 1987 ο Τσίζεκ απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια. Tο 2002 βραβεύθηκε από το τσεχικό κράτος για το μεταφραστικό του έργο, ενώ το 2004 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Ιταλικού Τμήματος του ΑΠΘ. Το 2005 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του «Στίχοι έρωτα και αγάπης» (Εκδ. Μπιλιέτο).

Είναι ένα απολαυστικό βιβλίο, μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται η ζωή ενός προσώπου που κατάφερε να ισορροπήσει σε μια συντηρητική ελληνική πόλη, διαμορφώνοντας μια υβριδική, τελείως ξεχωριστή ταυτότητα: Τσέχος, με ιταλική παιδεία, μεγαλωμένος σε μια πολυεθνική πόλη, φίλος με Εβραίους οι περισσότεροι από τους οποίους χάθηκαν στην Κατοχή, τμήμα της ελληνικής καλλιτεχνικής διανόησης. Στο αφήγημα «Ο θείος Τσάις» περιγράφει με ιδιαίτερη διεισδυτικότητα τη σύγκρουση των πολλαπλών αυτών ταυτοτήτων και τη σύνθεσή της σε μια ενιαία, που συγκλίνει στον κοσμοπολιτισμό και στη διεκδίκηση των ελευθεριών.

Η αφήγηση αυτή αρχίζει από μια δύσκολη περίοδο, όταν η οικογένεια Τσίζεκ, στην ουσία άστεγη, φιλοξενήθηκε από τον αριστερό καπνεργάτη Μήτσο Σιούντα. «Είχε κάνει στη Μακρόνησο», θυμάται ο Τσίζεκ, «και μου επιβεβαίωσε τα βασανιστήρια για τα οποία είχα διαβάσει σ’ ένα τσεχικό περιοδικό. Ομως οι κομμουνιστές, μόλις κατέλαβαν την εξουσία, φέρθηκαν χειρότερα. «Είναι ντροπή να κάνουμε διαδηλώσεις για την απελευθέρωση του Μανώλη Γλέζου, όταν σχεδόν καθένας από μας έχει τουλάχιστον έναν γνωστό, έναν φίλο ή συγγενή στη φυλακή και δεν τολμά να πει κουβέντα», είπε ένας τσέχος πολιτικός στον Λίνο Πολίτη, όταν τέλειωσε στην Πράγα ή στο Μπρνο μια διάλεξή του για τη νεοελληνική λογοτεχνία».

ΣΚΛΗΡΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ. Η ζωή του Κάρολου Τσίζεκ ήταν εκείνη ενός μονίμως σκληρά εργαζόμενου. Για καιρό, μια δουλειά που του απέφερε αρκετά χρήματα ήταν η συμβολή του στο στήσιμο και στη λειτουργία του τσεχικού περιπτέρου στην ΔΕΘ. Από τη δουλειά αυτή εκπαραθυρώθηκε το 1961, επειδή οι συμπατριώτες του φόρτωσαν σε αυτόν μια γκάφα που παραλίγο να προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο ανάμεσα στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία και στην εθνικόφρονα μεταπολεμική Ελλάδα.

«Λίγο αργότερα, ευτυχώς, βραβεύτηκα από τον «Ταχυδρόμο» στον διαγωνισμό μακέτας για χαρτί περιτυλίγματος», διηγείται. «Το επόμενο καλοκαίρι συνάντησα τυχαία τον έναν από τους τεχνικούς διευθυντές» που ήταν υπεύθυνος για την απόλυσή του από την Εκθεση. «Τον κοίταξα ειρωνικά και του είπα: «Μπορεί να τα χρειαστήκατε πέρυσι αλλά, όπως βλέπετε, δεν έγινε δα και κανένα μεγάλο κακό». «Πράγματι, είχαμε φοβηθεί ότι δεν θα μας επιτρέπανε να ξαναεκθέσουμε στη Θεσσαλονίκη», μου απάντησε, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Θυμήθηκα πόσο συντροφικά informal μου είχε φανεί, με τα καλαμπούρια του και με το να αφήνει ένα αδέσποτο γατί να χώνεται και να σκαρφαλώνει μέσα στο μανίκι του σακακιού του ή στο μπατζάκι του παντελονιού του όσο διαρκούσε το στήσιμο του περιπτέρου».