Τα δύο βιβλία της νομπελίστριας πλέον Αλις Μονρό που κυκλοφορούν στα ελληνικά δίνουν μια πολύ καλή εικόνα του πηγαίου ταλέντου της, του ζωντανού γραψίματος και των ποικίλων θεματικών της, που περιγράφουν καθημερινές όσο και αλλόκοτες, σκοτεινές πλευρές της υπαίθρου και των μικρών επαρχιακών πόλεων του Καναδά όπου γεννήθηκε και ζει.

Ας δούμε πρώτα τι έγραφε η επίσης καναδέζα συγγραφέας Μάργκαρετ Ατγουντ το 2008 για την Αλις Μονρό, πολύ προτού η τελευταία πάρει και το μεγαλύτερο βραβείο όλων: το Νομπέλ Λογοτεχνίας, που της απονεμήθηκε την Πέμπτη το μεσημέρι: «Η Αλις Μονρό είναι ανάμεσα στους μείζονες συγγραφείς αγγλόφωνης μυθοπλασίας του καιρού μας. Εχει λάβει υπερθετικούς επαίνους από τους κριτικούς τόσο στη Βόρεια Αμερική όσο και στη Βρετανία, έχει κερδίσει πολλά βραβεία κι έχει κατακτήσει ένα διεθνές αναγνωστικό κοινό. Ανάμεσα στους συγγραφείς, το όνομά της συζητείται χαμηλόφωνα. Είναι το είδος του συγγραφέα για τον οποίο λέγεται συχνά –ανεξάρτητα από το πόσο γνωστή έγινε –ότι θα άξιζε να είναι πιο γνωστός».

Λέει και πολλά άλλα η Μάργκαρετ Ατγουντ για τη συμπατριώτισσά της σε εκείνο το άρθρο – σεντόνι που έγραψε προς τιμήν της στην εφημερίδα «Guardian». Ας δούμε κάποια καθοριστικά για να καταλάβουμε την προέλευση και τη θέση της στον κόσμο της γραφής:

«Η Μονρό άργησε να ανυψωθεί στο βάθρο μιας διεθνούς λογοτεχνικής αγιότητας, εν μέρει λόγω της φόρμας στην οποία γράφει. Παρ’ όλο που πολλοί αμερικανοί και βρετανοί και καναδοί συγγραφείς πρώτης γραμμής έχουν γράψει σε αυτή τη φόρμα, υπάρχει ακόμη μία διαδεδομένη αλλά λαθεμένη τάση να ταυτίζεται η έκταση με την αξία.

Ετσι, η Μονρό είναι από εκείνους τους συγγραφείς που περιοδικά τούς ανακαλύπτουν ξανά, τουλάχιστον εκτός Καναδά. Είναι σαν να ξεπηδά μέσα από μια τούρτα –έκπληξη! –και μετά να ξεπηδά και πάλι και πάλι. Οι αναγνώστες δεν βλέπουν το όνομά της σε κάθε φωτεινή πινακίδα. Τη συναντούν κατά λάθος ή μοιραία και παρασύρονται, και μετά υπάρχει μια έκρηξη θαυμασμού και αναστάτωσης, αλλά και δυσπιστίας: Από πού βγήκε η Αλις Μονρό; Γιατί δεν μου είπε κανείς τίποτα; Πώς μία τέτοια μεγάλη αξία ξεπήδησε από το πουθενά;

Ομως η Μονρό δεν ξεπήδησε από το πουθενά. Ξεπήδησε από την Κομητεία Χάρον, στο Νοτιοδυτικό Οντάριο. Το Οντάριο είναι μια τεράστια περιοχή, αλλά το Νοτιοδυτικό Οντάριο είναι ένα διακριτό κομμάτι του. Το ονόμασε Σογουέστο ο ζωγράφος Γκρεγκ Κέρνο και τού έμεινε. Ο Κέρνο πίστευε ότι το Σογουέστο είναι περιοχή με σημαντικό ενδιαφέρον, αλλά επίσης με σημαντικό ψυχολογικό φορτίο και αλλόκοτες πλευρές. Τη γνώμη του συμμερίζονται και άλλοι.

Στο Σογουέστο βρίσκεται και η τοποθεσία της σφαγής των Ντόνελι τον 19ο αιώνα, όπου μια μεγάλη οικογένεια κατασφαγιάστηκε και το σπίτι τους πυρπολήθηκε ως αποτέλεσμα πολιτικών ερίδων που μεταφέρθηκαν από την Ιρλανδία. Πλούσια βλάστηση, καταπιεσμένα συναισθήματα, καθαρές υπολήψεις, μυστικές σεξουαλικές ακρότητες, ξεσπάσματα βίας, μακάβρια εγκλήματα, μνησικακίες που διαρκούν αιώνες, παράξενες διαδόσεις –όλα αυτά δεν απέχουν πολύ από το Σογουέστο της Μονρό, εν μέρει γιατί προέρχονται από την πραγματική ζωή της περιοχής.

Οταν η Μονρό μεγάλωνε τις δεκαετίες του ’30 και ’40, η ιδέα ότι κάποιος από τον Καναδά –και ιδίως από μια μικρή πόλη του Νοτιοδυτικού Οντάριο –θα σκεφτόταν να γίνει συγγραφέας φαινόταν γελοία. Ακόμη και τη δεκαετία του ’60 ο Καναδάς είχε ελάχιστους εκδότες. Και ελάχιστοι καναδοί συγγραφείς οποιουδήποτε είδους ήταν γνωστοί στο διεθνές κοινό. Ηταν δεδομένο ότι όποιος είχε τέτοιες επιθυμίες –για τις οποίες θα αισθανόταν ντροπή, αφού η τέχνη δεν ήταν ασχολία ενός ηθικά αξιόπιστου προσώπου –θα έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα».