Ποια είναι τα συμπτώματα της ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας στα ανήλικα παιδιά;

Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας είναι μια νευροβιολογική διαταραχή η οποία εμφανίζεται στα παιδιά σχολικής ηλικίας με δύο χαρακτηριστικές ομάδες συμπτωμάτων: την έλλειψη προσοχής και την υπερκινητικότητα – παρορμητικότητα.

Τα συμπτώματα που περιγράφονται παρακάτω θα πρέπει να υπάρχουν σε υπερβολικό βαθμό τουλάχιστον για έξι μήνες και να προκαλούν σοβαρή αναπηρία στην κοινωνική, σχολική και ψυχική λειτουργικότητα του παιδιού.

Στην πρώτη ομάδα περιλαμβάνονται η αδυναμία του παιδιού να προσέξει λεπτομέρειες, η εύκολη απόσπαση της προσοχής, η αφηρημάδα και τα συχνά λάθη στις σχολικές επιδόσεις και δραστηριότητες.

Η αδυναμία διατήρησης της προσοχής εκδηλώνεται στο παιχνίδι. Δίνει την εικόνα ότι δεν ακούει όταν κάποιος του μιλά και αδυνατεί να ακολουθεί τις οδηγίες που του δίνονται. Συχνά χάνει τα παιχνίδια του ή τα προσωπικά του αντικείμενα.

Εμφανίζει δυσκολίες στην ολοκλήρωση της δουλειάς που του ανατίθεται από τον δάσκαλο για το σπίτι όπως και στην οργάνωση του χρόνου του και των δραστηριοτήτων του. Αποτέλεσμα είναι να αποφεύγει να εμπλέκεται σε δραστηριότητες που απαιτούν μεγάλη νοητική προσπάθεια.

Ως υπερκινητικότητα ορίζεται η ψυχοκινητική ανησυχία, η δυσκολία να παραμείνει σε μια θέση, η τάση να τρέχει και να σκαρφαλώνει σε ακατάλληλα για την περίσταση μέρη, η δυσκολία να παίζει και να χαίρεται με ηρεμία τις δραστηριότητες του, η τάση να φλυαρεί και να απαντά σε ερωτήσεις προτού ολοκληρωθούν όπως και το να διακόπτει τους άλλους.

Ποιες είναι οι επιπτώσεις της διαταραχής στον παιδικό ψυχισμό και οι προτεινόμενες θεραπευτικές παρεμβάσεις;

Οι δυσκολίες στην προσαρμογή, στη σχολική επίδοση, στις διαπροσωπικές σχέσεις του παιδιού, το έντονο άγχος, η κατάθλιψη και η χαμηλή αυτοπεποίθηση σημαδεύουν τον ψυχισμό του.

Ο στιγματισμός από τον περίγυρο μέσα από τη λανθασμένη και παραπλανητική ταμπέλα του «κακομαθημένου και άτακτου παιδιού» αλλοιώνει την αυτοεικόνα του και του αφαιρεί την αποδοχή που δικαιούται.

Η διαταραχή δεν σχετίζεται με τον δείκτη νοημοσύνης ή με τη δομή της προσωπικότητάς του.

Αν ο γονιός παρατηρεί στο παιδί του κάποια από τα παραπάνω συμπτώματα για μεγάλο διάστημα, προτείνεται η επίσκεψη σε παιδοψυχίατρο για μια πρώτη διάγνωση. Η φαρμακευτική αγωγή δίνεται στις σοβαρότερες περιπτώσεις.

Η ψυχοθεραπεία μαθαίνει στο παιδί δεξιότητες αυτοελέγχου, την ικανότητα να επιλύει προβλήματα, τη βελτίωση της αυτοεκτίμησής του και τη διοχέτευση της ενέργειάς του σε δημιουργικές δραστηριότητες.

Η Μυρσίνη Κωστοπούλου είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια (PhD), myrsi@hol.gr