Ηταν λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στην Ιερά Οδό δίπλα στις γραμμές του τρένου, έπαιζε τη θρυλική ταινία του Ζίμπερμπεργκ διάρκειας 410 λεπτών. Επτά ώρες ταινία, δηλαδή, χωρίς τα διαλείμματα. Ηταν μια σπάνια ευκαιρία. Πότε θα ξαναπαιζόταν στην Ελλάδα; Και στο Διαδίκτυο, μόνο αποσπάσματα υπάρχουν και αυτά χωρίς ελληνικούς υπότιτλους. Οκτώ ώρες όμως κλεισμένος σε έναν κινηματογράφο είχα να περάσω από τότε που στο υπόγειο του Αστυ βλέπαμε το «Κουρδιστό πορτοκάλι» του Κιούμπρικ και μετά το «Ran» του Κουροσάβα και όποιον άλλο συνδυασμό εντυπωσίαζε τα κορίτσια της παρέας. Τελικά, αρκετή ώρα πριν από την προβολή της ταινίας πήρα τους δρόμους. Να χορτάσω βόλτα πριν χαθώ στη μαύρη αίθουσα. Η είδηση ότι ένας χρυσαυγίτης είχε καρφώσει ένα μαχαίρι στην καρδιά ενός χαμογελαστού ράπερ τα είχε παγώσει όλα. Από την Ομόνοια έλειπαν ακόμη και τα πρεζόνια. Στην Κουμουνδούρου οι μετανάστες εξαφανισμένοι, το ίδιο και στον Κεραμεικό. Οι Νύχτες Πρεμιέρας όμως είχαν φέρει και πολλούς άλλους στην Ταινιοθήκη. Σκυθρωποί οι περισσότεροι πάλευαν με τα ίδια ερωτήματα. Μα τόσο μίσος; Τόσο κτήνη; Και ποιες απαντήσεις θα μπορούσε να μας δώσει μια ταινία του 1977; Βγαίνοντας ύστερα από αρκετές ώρες από τη σκοτεινή αίθουσα, τα «λόγια» του Ζίμπερμπεργκ ήταν παντού μπροστά μου. Ηθελα να τα ξαναδιαβάσω. Βρήκα τον Γιάννη Παπαδάκη που είχε κάνει τους υπότιτλους, τους έλληνες μεταφραστές Πελαγία Τσινάρη και Γιάννη Ανδρέου και εκείνοι με παρέπεμψαν στο Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας, που έχει τα δικαιώματα της ταινίας. Εκεί, η Σοφία Μιχαηλίδου έστειλε το αίτημά μου στον Ζίμπερμπεργκ. Και τελικά (ναι!) ο σκηνοθέτης μού έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσω αποσπάσματα από τα κείμενα του έργου του, για μία και μόνο μία φορά. Από ένα ποταμό λοιπόν, 41.000 λέξεων, επέλεξα λίγες περισσότερες από χίλιες. Πρόσθεσα τις λέξεις που είναι μέσα στις αγκύλες και συνέθεσα ένα νέο κείμενο που θα μπορούσαν να είναι και οι υπότιτλοι σε μια γκροτέσκα θεατρική παράσταση για όλα αυτά που ζούμε τις τελευταίες ημέρες (ίσως και τα τελευταία χρόνια).

Στην αρχή, γελούσαν όλοι μαζί μου [με εμένα, τον Χίτλερ]. Τώρα γελούν ελάχιστοι και σύντομα κανείς πια δεν θα γελά.

Τι θα ήταν ο Χίτλερ χωρίς εμάς; [Πρώτο ερώτημα]. Ο Θεός ανέκαθεν έπλαθε δέκα που έκλαιγαν και οδύρονταν και έναν μόνο γελωτοποιό για να τους διασκεδάζει. Εσύ τι από τα δύο είσαι; Ψυχοθεραπεία πρωτόγονης κραυγής! Και αφού δεν έχουμε τον Χίτλερ να τον εκθέσουμε σε κλουβί ενώπιον όλων για να τον φτύνουν, να τον κλωτσούν ή για να τον χειροφιλούν, για λίγα μάρκα, μόνο καθείς κατά την όρεξή του όπως στον καιρό της Λόλα Μοντές που μ’ ένα δολάριο, σε κάποιο τσίρκο στην Αμερική μπορούσες να τη χαϊδέψεις. Προτείνω να τον υποδυθεί καθένας από εμάς, να παίξει εδώ, μπροστά σε όλους, τον Χίτλερ, όπως τον φαντάζεται. Οπως τον υποδύεται και σήμερα ακόμη στην ήσυχη κάμαρά του, μπροστά στον καθρέφτη ή πάνω σε μια μοτοσικλέτα με μια σβάστικα και με την Παναγία για φυλαχτό κρεμασμένη στο στήθος, κάτω από το δερμάτινο σακάκι του, καθώς τρέχει με τη μοτοσικλέτα κόντρα στον άνεμο.

Η ταινία έχει θέμα εμάς, όλους μας. Την ευτυχία που μας υπόσχονται και που ποτέ δεν μας δίνουν. Είναι για τον Χίτλερ που έχουμε μέσα μας. Σας ζητώ, Φύρερ μου, να μας μιλήσετε. Θέλουμε τον Φύρερ μας! Ο Αδόλφος Χίτλερ κατάλαβε τι ζητούσε πάνω απ’ όλα ο ανθρωπάκος του λαού. Να γίνει μέγας και τρανός. Ο παλιός εφιάλτης των παραμυθιών. Αλλά να θυμάστε, ο άνθρωπος μεθοδικά μπορεί να μεταστραφεί στο καλό ή στο κακό. Ο Χίτλερ διάλεξε το κακό και τα κατάφερε όσο κανείς άλλος. Μέσω ημών, έως τα σήμερα. Μόνο η ήττα του στρατού μας, μας έκανε να του γυρίσουμε την πλάτη. Οχι η σύνεση. Γιατί όταν κατακτούσαμε τα πάντα μαζί, με την ύστατη ικμάδα της δύναμής μας, ήταν εφικτό να κυριαρχήσουμε σε όλο τον κόσμο, να φτάσουμε σχεδόν έως τη Νέα Υόρκη, μέσω Παρισιού και Λονδίνου. Ας πούμε ότι είχε –είχαμε –εφεύρει τελικά την ατομική βόμβα και τους πυραύλους. Τι εντύπωση θα δίναμε σήμερα στον επετειακό εορτασμό της νίκης; Στον κόσμο ολόκληρο, όπως έγινε ήδη μία φορά, στους Ολυμπιακούς. Η επιτυχία δικαιώνει το πεπραγμένα. Αυτό διδάσκει η Ιστορία στη Δύση και παντού ή μήπως όχι;

Η μεγαλύτερη πορδή του αιώνα. Ναι, εμείς είμαστε τα αρπακτικά της ανθρωπότητας. Φαντάσματα δεν είμαστε. Μα πρέπει να φοβάστε όταν με βλέπετε. Φοβηθείτε λοιπόν επιτέλους! Ποιος θα ρωτάει, σε πεντακόσια χρόνια από τώρα, αν η δίδα Σόλτσε ή η δίδα Μίλερ ήσαν δυστυχείς. Οταν θα έχουν να αξιολογήσουν τα δικά μου έργα; Ποιος σήμερα σκέφτεται, όταν θαυμάζει τις πυραμίδες των φαραώ, τον επιθανάτιο ρόγχο των σκλάβων κάτω από τις πέτρες; Ούτε εγώ ξέρω να πω τι τον έκανε να με διαλέξει. Μήπως άραγε τον διάλεξα εγώ κι όχι εκείνος εμένα;

Εδώ Γερμανική Ραδιοφωνία. Η Ενωσις Γερμανών Φοιτητών μαζί με την Επιτροπή Αγώνα Ενάντια στο Μη Γερμανικό Πνεύμα, καίνε βιβλία ανήθικου και φαύλου περιεχομένου. Θα ακούσετε τις πύρινες ομιλίες φοιτητών του Βερολίνου. Κατόπιν θα μιλήσει ο δρ Γκέμπελς.

Ο Χίτλερ είπε: «Τι θα καταφέρναμε χωρίς τους γερμανούς νομικούς; Το 1923 πήρα σύννομα και νομοταγώς τον μακρύ δρόμο προς την εξουσία. Πέρασα όλα τα στάδια. Ελαβα άδεια από το Πρωτοδικείο και εκλέχτηκα δημοκρατικά. Μα το μέλλον δεν είχε διαμορφωθεί ακόμη. Το όρισε ο γερμανός νομικός, ο αδέκαστος. Τίμιος, πολυάσχολος, ευσυνείδητος πολίτης. Οι δικοί του νόμοι μου έδωσαν το δικαίωμα να πράξω όπως έπραξα». Συνεπώς, μόνο εγκώμια έχει να πει για τους γερμανούς νομικούς ο Χίτλερ. Εως και τώρα ακόμη, που η Κόλαση αρχίζει να μας ζώνει. Και η θέση εκείνων είναι εδώ να βράζουν στον βούρκο των κριμάτων τους. Εως τα στερνά του κόσμου, όπως έγραφε και ο Δάντης. «Οι άνθρωποι του νόμου που ενέδωσαν υπό πίεση». Αιώνια καταδικασμένοι στην Κόλαση να σέρνουν τα σακιά με το χρήμα τους.

Τώρα το μεγάλο σουξέ είναι ο Χίτλερ. Το σκληρό πορνό το έδινα κρυφά. Νομίζετε ότι μου άρεσε αυτή η δουλειά; Ομως αφού το κοινό, ο αγοραστής, ο πελάτης, ο λαός, η πλειοψηφία, το θέλει και το ζητεί και πληρώνει; Στο κάτω κάτω, δημοκρατία έχουμε κι ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, εφόσον πληρώνει βεβαίως. 41.000 μέλη στο κόμμα, ύστερα 62.000, ύστερα 78.000, 90.000, 137.000 και αύριο άλλοι 140.000.

Θέλω έναν υπασπιστή. Η εξουσία είναι αισθησιακή. Η εξουσία είναι αίμα, η εξουσία είναι ζωή. Η εξουσία είναι έρωτας, ένας έρωτας ανεξίτηλος. Που θα αποπλανήσει τους αδύναμους. Ο έρωτας της εξουσίας, ο έρωτας της ηγεσίας, ο έρωτας της βίας. Η σήψη, το σώμα, η βία. Εγώ είμαι εσύ κι εσύ είσαι εγώ. Σε κατέχω.

Ως υπηρέτης του Χίτλερ ένα βασικό μου καθήκον ήταν η γκαρνταρόμπα του. Πολύ σπάνια εμφανιζόταν δημόσια χωρίς κάλυμμα της κεφαλής. Τα καπέλα του ήταν από φέλπα και τα αγόραζε από το Μόναχο. Τα πηλήκια των στολών από το Βερολίνο. Το πώς τα φορούσε ήταν ανυπόφορο. Είχε πολύ σθεναρές απόψεις επ’ αυτού. Παρήγγειλα γι’ αυτόν τρία ζευγάρια μπότες αλλά δεν του άρεσαν. Ξανά και ξανά, φορούσε τις παλιές. Αν ήθελαν επιδιόρθωση αυτό γινόταν τη νύχτα, έπρεπε να είναι έτοιμες το πρωί. Παπούτσια φορούσε μόνο λουστρίνια παντόφλες. Τα πρώτα τρία χρόνια φορούσε, για λόγους αρχής, μόνο μαύρες μεταξωτές κάλτσες και μαύρα λουστρίνια παντοφλέ, ακόμη και με τα ανοιχτόχρωμα κοστούμια. Πάντα με επέκρινε για τις κάλτσες, γιατί ήταν κοντές και προφανώς γλιστρούσαν. Στις περιπτώσεις αυτές ωρυόταν. Μα είναι δυνατόν ο ηγέτης του γερμανικού λαού να μη βρίσκει κάλτσες της προκοπής; Αδύνατον να προβλέψεις τις πράξεις του, ιδίως όταν περίμενε και κυρίες. Τότε τίποτε δεν ήταν επαρκώς καλό. Ολη του η συνοδεία καθόταν στα καρφιά. Θεός φυλάξοι τις ορντινάτσες, αν κάτι πήγαινε στραβά. Υπήρχε πάντα ο φόβος ότι θα ξεσπούσε με αφορμή ένα μηδαμινό ατόπημα. Ενα παράδειγμα θα σας πω. Κάποτε παρήγγειλα για τον Χίτλερ μερικές σκελέες, ίδιο ύφασμα με τις προηγούμενες. Τις έραψε η ίδια μοδίστρα, στα ίδια μέτρα. Ενα πρωί τού πήγα το πρωινό του και, αίφνης, μου τις πέταξε στα πόδια μου. Τις φόρεσα εγώ ο ίδιος αργότερα. Λίγες εβδομάδες μετά σ’ ένα μεγάλο ταξίδι, ξέμεινε από σκελέες. Τι να έκανα; Πήρα από τη βαλίτσα μου τρεις τέτοιες σκελέες, φρεσκοπλυμένες, τις έβγαλα και άπλωσα τη μια για το επόμενο πρωί. Φαντάζεστε την έκπληξή μου όταν κατάλαβα ότι την είχε φορέσει χωρίς ούτε ψίθυρο. Απόδειξη ότι η αιτία, την άλλη φορά, ήταν οι μεταπτώσεις της διάθεσής του. Αλλαζε ασπρόρουχα κατά τις ανάγκες του. Κατά καιρούς, δυο φορές την ημέρα ή τρεις. Υστερα καθόλου επί δυο ή τρεις ημέρες.Τη νύχτα [φορούσε], όχι πιτζάμες, αλλά μια νυχτικιά από απέριττο λινό ύφασμα.

Γκέμπελς, 30 Ιανουαρίου 1943: Μας απασχόλησε το ερώτημα τι θα γίνει με τα γυναικόπαιδα. Ημουν αποφασισμένος να καταλήξουμε σε καθαρή λύση και ως προς αυτό. Θεώρησα ότι δεν είχα το δικαίωμα να εξοντώσω όλους τους άνδρες και να επιτρέψω στα παιδιά τους να μεγαλώσουν για να εκδικηθούν τους γιους μας και τα εγγόνια μας. Ηταν δύσκολο αλλά έπρεπε να πάρουμε την απόφαση και να επιφέρουμε την εξάλειψη του λαού αυτού από προσώπου Γης. Επετεύχθη. Οταν τα Ες Ες έφτασαν στο χωριό, είδαν μόνο μια γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Αρνήθηκε να αποκαλύψει την κρυψώνα των Εβραίων. Τότε, ένας από τους άνδρες της άρπαξε το μωρό, το άδραξε από τα πόδια και του κοπάνησε το κεφάλι σε μια πόρτα. Εβγαλε έναν ήχο όπως όταν σκάει μια σαμπρέλα. Στη Ρίγα ένας άνδρας των Ες Ες είδε δυο Εβραίους που κουβαλούσαν κάτι βαρύ. Ηρεμα, έβγαλε ένα περίστροφο και σκότωσε τον έναν από τους δύο λέγοντας, Γι’ αυτή τη δουλειά ένας αρκεί. Μέχρις ότου τον χειμώνα 1941-42, ο Κομάντο Α’ ανέφερε ότι «249.420 Εβραίοι ρευστοποιήθηκαν». Ο Κομάντο Β’, «25.487 ρευστοποιήσεις» και ο Γ’, «95.000 Εβραίοι σκοτώθηκαν». Ο Κομάντο Δ’, «92.ΟΟ0 Εβραίοι ρευστοποιήθηκαν».

Η άρχουσα τάξη απέτυχε στο καθήκον της και υστέρησε σε ευφυΐα όσο και σε καρδιά. Θέλουμε να υλοποιηθεί χωρίς καθυστέρηση μια δημοκρατία του λαού και των εργατών. Στη συμμαχία αυτή η δημοκρατία θα εισφέρει την αρχή της ελευθερίας και ο λαός την πίστη και το κουράγιο.

Ο Χίτλερ αν εξαιρέσουμε τον Βάγκνερ, τον Μπρούκνερ, τον Μπετόβεν, τον Στράους, μερικά λίντερ του Χούγκο Βολφ, και τον Βέρντι, δεν άκουγε παρά μόνο οπερέτες. Είχε τη συνήθεια, ενώ έπαιζε ο δίσκος, να σφυρίζει τη μελωδία ή και να τραγουδάει πότε πότε. Μια φορά η Εύα σχολίασε ότι σφύριζε φάλτσα. Είπε τότε εκείνος: «Δεν σφυρίζω εγώ φάλτσα. Ο συνθέτης έκανε ένα λαθάκι εδώ». Μια προβολή στη μαύρη τρύπα του μέλλοντος.