Η κίνηση στο λιμάνι του Πειραιά, απόγευμα φθινοπωρινής ημέρας, ήταν αφύσικα αυξημένη. Ο κόσμος που περνούσε την Πύλη Ε9 δεν κρατούσε μπαγκάζια και δεν ήταν ντυμένος εκδρομικά. Προορισμός του δεν ήταν οι Δυτικές Κυκλάδες αλλά το μουσικό ταξίδι που τους επιφύλαξε η ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

«Μαμά, αυτό δεν είναι βιολί;». Η απάντηση δεν είχε μόνο την επιβράβευση αλλά και την παρότρυνση για ένα παιχνίδι. «Ποια άλλα όργανα αναγνωρίζεις;». Ο πιτσιρικάς όμως στράφηκε προς τη μητέρα του και της έκανε ένα νεύμα για να κάνει ησυχία. Εκείνη τη στιγμή στην εξέδρα που ήταν στημένη στην άκρη του λιμανιού, έχοντας φόντο τα πλοία που μπαινόβγαιναν, ανέβηκε ο μαέστρος Ζαν Κριστόφ Σαρόν.

Τον σύντομο χαιρετισμό του διαδέχθηκαν αμέσως οι επεξηγήσεις: «Ο Ροσίνι είχε τρεις μεγάλες αγάπες: τη μουσική, τις γυναίκες και το φαγητό. Στα 35 του χρόνια σταμάτησε να συνθέτει και ασχολήθηκε με τη μαγειρική. Ηταν το ίδιο καλός και μάλιστα το γνωστό ιταλικό πιάτο Τουρνεντό Ροσίνι –το οποίο είναι φιλέτο με φουαγκρά –είναι δική του δημιουργία».

Ο πρωτότυπος τρόπος για να κάνει εισαγωγή στο έργο του ιταλού συνθέτη αποδείχθηκε εξαιρετικά επιτυχημένος. Ξεσπάσματα, επευφημίες και χειροκροτήματα συνόδευαν όλα τα στάδια της ανοιχτής δοκιμής κάτω από έναν κόκκινο ουρανό.

«Τώρα θα σας παίξουμε ένα κρεσέντο για να μπορείτε να το αναγνωρίσετε όταν θα το ακούσετε σε ένα έργο. Είναι η αυξανόμενη ένταση της μελωδίας, που σιγά σιγά κορυφώνεται με την εισαγωγή πολλών οργάνων. Αλλωστε αυτό είναι ένα από τα αναγνωρίσιμα μοτίβα στο έργο του Ροσίνι».

Στη σκηνή ανέβηκαν η μεσόφωνος Ειρήνη Καράγιαννη και ο τενόρος Βασίλης Καβάγιας για να ερμηνεύσουν το ντουέτο της Σταχτοπούτας και του Ραμίρο. Το κλείσιμο ήταν εντυπωσιακό όχι μόνο για τις φωνητικές επιδόσεις τους αλλά και για το γεμάτο πάθος φιλί που έδωσαν με φόντο τον ήλιο που έδυε.

Το παραμύθι του Ροσίνι έδωσε τη θέση του στον «Καρυοθραύστη» του Τσαϊκόφσκι. «Τον είχαν κυνηγήσει πολύ και είχαν αμφισβητήσει την εθνικότητά του επειδή έγραφε βαλς. Μα αυτά δεν είναι βιεννέζικα, έχουν μέσα τη ρωσική ψυχή που υποστήριζαν ότι δεν είχαν». Ο διάλογος μεταξύ των δύο μεσήλικων κυριών, για όποιον τον παρακολουθούσε, έδινε και άλλες πληροφορίες για τον ρώσο συνθέτη. «Μα τον κυνηγούσαν για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Εγώ δεν πιστεύω ότι αυτοκτόνησε. Τον δηλητηρίασαν».

Οσο μιλούσαν, τα μάτια τους δεν έχαναν τίποτε απ’ όσα συνέβαιναν πάνω στη σκηνή. Μόλις ολοκληρώθηκε «Το βαλς των λουλουδιών», η κόρνα έδωσε το φινάλε σε απόλυτη σύμπνοια με τον ήχο ενός πλοίου που έμπαινε στο λιμάνι. «Οχι, το πλοίο δεν το διευθύνω εγώ», είπε χαριτωμένα ο Ζαν Κριστόφ Σαρόν.

Οι πληροφορίες που έδινε για τα όργανα που έπαιζαν, τις μελωδίες που ακούγονταν, τα μουσικά μοτίβα που επαναλαμβάνονταν αλλά και τις χαριτωμένες λεπτομέρειες για τους χαρακτήρες των έργων, έκαναν αυτή την ανοιχτή πρόβα ένα τέλειο μουσικό σεμινάριο. «Ο δούκας της Μάντοβας ήταν ένας ακόλαστος μονάρχης που περνούσε τον καιρό του ερωτοτροπώντας με νεαρές γυναίκες. Ο Ριγολέτος, ο γελωτοποιός, του έκρυβε την κόρη του για να μην την ξεμυαλίσει. Ομως τελικά αυτή θα γνωρίσει τον έναν και μοναδικό έρωτα της ζωής της στο πρόσωπό του. Η ιστορία μας δεν θα έχει καλό τέλος», είπε ο μαέστρος.

«Αχ, το ξέρω», συμφώνησε μια νεαρή που δεν είχε σταματήσει να βγάζει φωτογραφίες. «Διάβασα για την όπερα αυτή στο Ιντερνετ πριν έρθω».

Ισως ήταν μια επιβεβαίωση στα λόγια που επέλεξε για να κλείσει αυτήν τη μουσική συνάντηση ο Ζαν Κριστόφ Σαρόν: «Η όπερα είναι ένα παρεξηγημένο είδος. Δεν χρειάζεται να έχεις υψηλή μόρφωση για να την παρακολουθήσεις. Μπορείς να μαθαίνεις παρακολουθώντας την…».