Ας υποθέσουμε, ως διανοητική άσκηση, ότι η τρισκατάρατη τρόικα και το Μνημόνιο εξαφανίζονται ως διά μαγείας από την Ελλάδα. Ας υποθέσουμε ότι η χώρα ανακτά πλήρη ελευθερία κινήσεων για διαμόρφωση πολιτικής, καθορισμό επιλογών κ.λπ. Ας υποθέσουμε ότι δεν ασκείται απολύτως καμία πίεση «απέξω», ούτε από την Ευρωπαϊκή Ενωση, ούτε από το ΔΝΤ, ούτε από κανέναν. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, όλα αυτά και ας διερωτηθούμε υποθετικά, τι πρόκειται να γίνει στη χώρα, ποιες μεταρρυθμίσεις θα προχωρήσουν, ποιες αλλαγές θα γίνουν και πού, πόσο θα προχωρήσει η δημοσιονομική εξυγίανση, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η περιστολή της διαφθοράς, η μείωση της σπατάλης στο Δημόσιο, ο εκσυγχρονισμός της διοίκησης, ο εξορθολογισμός του πολιτικού συστήματος. Φοβάμαι ότι, πολύ απλά, δεν θα γίνει τίποτα –ή σχεδόν τίποτα. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει αναπτύξει την ενδογενή μεταρρυθμιστική δυναμική για να προωθήσει τις αλλαγές που απαιτούνται χωρίς την «απέξω» πίεση. Εάν η τρόικα και συνακόλουθα η εξωτερική πίεση για μεταρρυθμίσεις εξαφανίζονταν, το σχεδόν βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα θα αναπαρήγαγε όλα τα παθογενή φαινόμενα που την έφεραν στην κρίση.

Πρώτα απ’ όλα, η κοινωνία ως σύνολο δεν φαίνεται να έχει επαρκώς αφυπνισθεί με αίτημα την πραγματική αλλαγή. Ζητά, μάλλον, την επιστροφή στο παρελθόν όπου αυτό έχει ανατραπεί ή τη συντήρηση των παθογενειών που εξυπηρετούν κάποια περιορισμένα συμφέροντα αλλά καθηλώνουν τη χώρα στην υπανάπτυξη, αναπαράγοντας τις κρίσεις. Πολλαπλά φαινόμενα επιβεβαιώνουν αυτή την κατάσταση. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση ο τρόπος που πολίτες, καταναλωτές και κοινωνία αντιμετωπίζουν τους ελέγχους για φοροδιαφυγή από το ΣΔΟΕ. Αντί να χειροκροτήσουν και να πιέσουν για ακόμη αυστηρότερους ελέγχους, πολίτες στρέφονται ενάντια στο ΣΔΟΕ, στην πάταξη δηλαδή της φοροδιαφυγής. Με ποια λογική υιοθετούν τη στάση αυτή παραμένει μυστήριο. Δηλώνει όμως και την απουσία ευρύτερης ενεργού κοινωνικής στήριξης για την εκρίζωση ενός φαινομένου όπως η φοροδιαφυγή που πλήττει τα κοινωνικά στρώματα χαμηλού εισοδήματος, αποτελώντας κύρια αιτία της κρίσης αλλά και των δραστικών περικοπών μισθών και συντάξεων, διαιώνισης δηλαδή της κοινωνικής αδικίας και της ανισοκατανομής φορολογικών βαρών. Αλλά εάν για ένα τέτοιο εξοφθάλμως παθογενές, ζημιογόνο φαινόμενο δεν έχει δημιουργηθεί κοινωνική δυναμική για την καταπολέμησή του, εύκολα κατανοείται η απουσία ευρύτερης και ενεργού κοινωνικής στήριξης για άλλες, περισσότερο σύνθετες, μεταρρυθμίσεις.

Το συχνά επαναλαμβανόμενο κλισέ ότι «η κοινωνία θέλει την αλλαγή» απαιτεί ερμηνεία. Τι ακριβώς εννοεί με την «αλλαγή»; Μήπως εννοεί κατά βάση την επιστροφή στις παθογένειες του παρελθόντος; Η απουσία ενεργού κοινωνικής δυναμικής υπέρ των μεταρρυθμίσεων δεν είναι άσχετη με την απουσία ισχυρού πολιτικού μεταρρυθμιστικού φορέα. Τα υπάρχοντα κόμματα, μεταλλαγμένη συνέχεια του παρελθόντος –όσα δεν πλειοδοτούν ευθέως για την επιστροφή στο παρελθόν -, αδυνατούν να συγκροτήσουν συνεκτικό, ολοκληρωμένο, μεταρρυθμιστικό λόγο, ικανό να κινητοποιήσει την κοινωνία.

Το κενό, αναπόφευκτα, καλύπτεται από μύθους, συνωμοσιολογικές διηγήσεις, παραλογισμούς (για όλα φταίνε οι άλλοι, οι απέξω, η κοινωνία δεν έχει καμία ευθύνη), από μια σειρά αντιδράσεις που όλες μαζί συνιστούν αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «υποκουλτούρα της κρίσης». Το ότι, όμως, αντίθετα με τις άλλες χώρες σε πρόγραμμα, στην Ελλάδα αναδείχθηκε και τείνει να κυριαρχήσει η «υποκουλτούρα της κρίσης» αποτελεί κίνδυνο. Διότι έτσι δεν δημιουργούνται οι «πολιτιστικές προϋποθέσεις» για οριστική υπέρβαση της κρίσης μέσα σε ένα νέο, μεταρρυθμισμένο πολιτικό – κοινωνικό – οικονομικό πλαίσιο που θα εγγυάται τη διαχρονικότητα μιας νέας, σύγχρονης δημοκρατικής κανονικότητας. Το αντίθετο, η έξοδος από τη δημοσιονομική κρίση μπορεί να επιτευχθεί. Αλλά εάν η «υποκουλτούρα της κρίσης» εδραιωθεί, η Ελλάδα θα επαναλάβει την ιστορία της, με τον χειρότερο ίσως τρόπο. Η έξοδος από τη μια κρίση θα οδηγήσει, ύστερα από ένα χρονικό διάλειμμα, σε νέα, οξύτερη κρίση, αν εν τω μεταξύ δεν έχει οδηγήσει σε κατάρρευση του πολιτικού συστήματος.

Η ιστορία των διαδοχικών, ανακυκλούμενων κρίσεων αυτό διδάσκει. Αντίθετα με την υπόλοιπη Ευρώπη, η πρωτογενής αφετηρία της κρίσης στην Ελλάδα δεν υπήρξε οικονομική αλλά βαθύτατα πολιτική και πολιτιστική: είναι ο ελληνικός εξαιρετισμός. Επομένως, αν δεν γίνει κάτι ουσιαστικό στο πεδίο αυτό, οι διαχρονικές προοπτικές δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα ευοίωνες…

Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών