Ο κομματικός εορτασμός της επετείου ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ είχε προσλάβει – εδώ και χρόνια – τα απωθητικά χαρακτηριστικά ενός «πολιτικού μνημοσύνου». Με την έννοια αυτή, είναι ασφαλώς θετικό ότι ο πρόεδρός του πέτυχε να μετατρέψει την «3η του Σεπτέμβρη» σε ένα οιονεί συνέδριο, με τη συμμετοχή των πρώην πρωθυπουργών του χώρου, αλλά και πλήθους κορυφαίων στελεχών και γνωστών επιστημόνων.

Ειδικά η παρουσία των κ.κ. Σημίτη και Παπανδρέου σηματοδοτεί τη λήξη μιας μακράς περιόδου τριβών και καχυποψίας στην κορυφή του κόμματος, επισφραγίζοντας συμβολικά την οργανωτική ενότητα του ΠΑΣΟΚ.

Μάλιστα αυτό συμβαίνει τη στιγμή που η κοινή γνώμη δείχνει να κατανοεί την επιλογή Βενιζέλου να παραμείνει στην κυβέρνηση Σαμαρά, δίνοντας και πάλι «πόντους» στο ΠΑΣΟΚ.

Είναι ωστόσο δεδομένο ότι αυτή η συγκυρία δεν είναι για το ΠΑΣΟΚ κάτι περισσότερο από μια καλή βάση για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων των επόμενων μηνών: έχοντας διασφαλίσει την κομματική ενότητα, οφείλει πλέον να αναζητήσει πολιτικές και εκλογικές συμμαχίες, ώστε να εκφραστεί – όταν έλθει η ώρα – ενωμένος ο ευρύτερος χώρος της Κεντροαριστεράς.

Πριν από όλα όμως το ΠΑΣΟΚ οφείλει να αναζητήσει – και να αναδείξει – μία νέα πρόταση: η συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία, που του αποδίδει σήμερα πολιτικά οφέλη, ενδέχεται να λειτουργήσει τελικά αρνητικά αν το ΠΑΣΟΚ δεν κατορθώσει προεκλογικά να υψώσει διαχωριστικές γραμμές, ρίχνοντας το βάρος σε μια συνεκτική πολιτική ανακούφισης των φτωχότερων στρωμάτων και στήριξης της μεσαίας τάξης.

Είναι άλλο οι σχέσεις ειλικρινούς συνεργασίας – χωρίς τις οποίες καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να προχωρήσει – και άλλο η διασφάλιση μιας συγκροτημένης πολιτικής φυσιογνωμίας, χωρίς την οποία κάθε κόμμα είναι καταδικασμένο!