Το 1929 ο ισπανός σκηνοθέτης Λουίς Μπουνιουέλ, από τα πρόσωπα που χαρακτήρισαν την καλλιτεχνική πρωτοπορία του 20ού αιώνα, σχεδόν διάβαινε το κατώφλι των τριάντα. Συνέχιζε όμως να ζει όπως έμαθε νωρίς στο Παρίσι: μποέμ, γεμάτος διάθεση για προκλήσεις, για ανατροπές, για μικρές επαναστάσεις. Η πρώτη ταινία του, ο ονειρικός «Ανδαλουσιανός σκύλος» που σκηνοθέτησε μαζί με τον Σαλβαδόρ Νταλί, ήταν μια αισθητική πρόκληση –στα χνάρια των ιδεών ενός άλλου προκλητικού της εποχής του, του Φρόιντ. Ο Μπουνιουέλ έκανε αβάν πρεμιέρ, που θα λέγαμε, σε κύκλο φιλοτέχνων –και επειδή φοβόταν το κράξιμο, είχε κρυφτεί πίσω από την οθόνη έχοντας γεμάτες τις τσέπες του με μικρές πέτρες.

Με τα μέτρα του καθωσπρεπισμού της εποχής του, μαζί με τους σουρεαλιστές φίλους του, ήταν πρόσωπα που αποδοκίμαζαν, με θράσος μάλιστα, ό,τι θεωρούνταν συντηρητική ματιά στη ζωή.

Στην πορεία του, κυρίως μέσα από τον κινηματογράφο, ο Μπουνιουέλ δεν αντιμετώπιζε τη συντήρηση με τα έτοιμα κλισέ. Γι’ αυτόν συντηρητικό ήταν ό,τι κρατούσε τις κοινωνίες και τους ανθρώπους καθηλωμένους. Διεκδικούσε τη χειραφέτηση σε όλα. Από τις ιεραρχικές σχέσεις, από τις πολιτικές ιδεολογίες, από τις εξουσίες, από το χρήμα, πρωτίστως από τις θρησκείες και τους δογματισμούς κάθε λογής. Στην «Τελευταία πνοή», την αυτοβιογραφία του, περιγράφει πόσο είχε φρικάρει με τους μαοϊκούς του γαλλικού Μάη –ανάμεσά τους και ο γιος του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς λάτρευαν με τόσο πάθος ένα καθεστώς ξεκάθαρα αυταρχικό και γραφειοκρατικό.

Ο άνθρωπος που σε όλη τη ζωή του, με το έργο και με τις πράξεις του, εγκωμίασε την απείθεια, πάντως, δεν ήταν ούτε βίαιος ούτε μηδενιστής. Διεκδικούσε τα πάντα, αλλά όχι για να τα καταλύσει. Κρατούσε τον δυτικό πολιτισμό της αστικής ευμάρειας ως βάση των ιδεών του και πάσχιζε να τον αλλάξει διαμορφώνοντας ένα περισσότερο υποψιασμένο κοινό αίσθημα. Πλήρωσε γι’ αυτό. Δεν τον σήκωσε το σύστημα ούτε στη Γαλλία ούτε στην Αμερική, πολλές από τις καλές ταινίες του τις έκανε στο Μεξικό.

Κάποιες από αυτές τις ταινίες παίζονται από σήμερα σε ένα αφιέρωμα του κινηματογράφου Αστυ στο κέντρο της Αθήνας –από αυτά που δεν γίνονται πια. Ο,τι πιο χρήσιμο: η έκθεση των ιδεών, της αισθητικής, των τεκμηρίων, της αυθάδειας ενός ευγενούς επαναστάτη. Που δεν ήλθε να καταλύσει αλλά να αλλάξει τις αξίες, τα στερεότυπα, την ηθική και το κοινό γούστο.

Προσωπικά, σήμερα, θα επιδιώξω να ξεφύγω από τη μιζέρια της καθημερινής πολιτικής αντιπαράθεσης ξαναβλέποντας τον «Εξολοθρευτή άγγελο» και, μετά, πίνοντας ένα ντράι μαρτίνι –το αγαπημένο του ποτό.