O Σι Τζινπίνγκ δεν έχει συμπληρώσει ακόμα τον πρώτο χρόνο στην Προεδρία της Κίνας, ορισμένοι συμπατριώτες του όμως βιάζονται να δουν τον νέο ηγέτη να κάνει πράξη όσα υποσχέθηκε τον περασμένο Νοέμβριο. Ο απερχόμενος τότε πρόεδρος Χου Τζιντάο είχε αφήσει παρακαταθήκη στον αντικαταστάτη του να εργαστεί ώστε να προωθήσει «την κοινωνική αρμονία και τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων». Ο Σι είχε δεσμευτεί να ικανοποιήσει «την επιθυμία του λαού μας για μια χαρούμενη ζωή», ξεδιπλώνοντας μπροστά στην κομματική νομενκλατούρα τα σχέδια για την ανάπτυξη της Κίνας μέσω της εφαρμογής οικονομικών (και όχι μόνο) μεταρρυθμίσεων.

Αυτές ακριβώς οι μεταρρυθμίσεις είναι το ζητούμενο και για τους επιχειρηματίες της χώρας. Μία από αυτές, η επικεφαλής της εταιρείας ακινήτων SOHO China Ζανγκ Τσιν, δηλώνει στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» ότι ο δρόμος για τη σταθεροποίηση της οικονομίας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης περνά υποχρεωτικά μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις αλλά και από την επιτάχυνση των κυβερνητικών παρεμβάσεων σε κάθε τομέα της οικονομικής δραστηριότητας. Τα πρώτα δείγματα γραφής του κινέζου Προέδρου κινήθηκαν πράγματι προς αυτή την κατεύθυνση. Ετσι, για παράδειγμα, χαλάρωσαν ελαφρώς οι περιορισμοί στον δανεισμό ιδιωτών. Ωστόσο, η ταχέως αναπτυσσόμενη όσο και ακόρεστη τάξη των επιχειρηματιών ζητά «πιο γρήγορες και πιο πολλές μεταρρυθμίσεις» προκειμένου να επενδύσει κεφάλαια στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.

Δεν είναι όμως μόνο το ζήτημα της ποσότητας ή της ταχύτητας. Τα λόμπι των επιχειρηματιών της Κίνας οραματίζονται στην ουσία την πλήρη «αποκομμουνιστικοποίηση» της χώρας, καθώς ζητούν να μη διοχετεύονται οι κυβερνητικές ενισχύσεις στις κρατικές επιχειρήσεις, αλλά να στηρίξουν την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Αυτό βέβαια δεν συμπίπτει επακριβώς με το αίτημα των μεσαίων ή χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, που ζητούν μεν αλλαγές πλην όμως έχουν εντελώς διαφορετικές προτεραιότητες. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι που μεταναστεύουν από την ενδοχώρα στις αστικές περιοχές θα ήθελαν να δουν να περιορίζεται η διαφθορά ώστε να έχουν όλοι (και όχι μόνο οι «φίλοι» του κόμματος) ίσες ευκαιρίες σε θέσεις του Δημοσίου ή των κρατικά ελεγχόμενων επιχειρήσεων. Οι σκληρά εργαζόμενοι στη βιομηχανία και στη μεταποίηση ζητούν (ενίοτε με απεργίες ή διαδηλώσεις) αυστηρότερους ελέγχους για τις συνθήκες εργασίας. Οσο για τα μεσαία στρώματα των μορφωμένων νέων, τα αιτήματα αφορούν κυρίως τις πολιτικές και ατομικές ελευθερίες.

Εκτός από τα ετερόκλητα αιτήματα για αλλαγές, ο Σι έχει να αντιμετωπίσει και τους «σκληροπυρηνικούς» του Κομμουνιστικού Κόμματος που αντιτίθενται σε κάθε είδους φιλελευθερισμό, οικονομικό και πολιτικό. Την ίδια στιγμή όμως η απελευθέρωση της οικονομίας δεν αποτελεί εγγύηση ανάπτυξης με υψηλότερους ρυθμούς. Διότι, παρά τις προσπάθειες να περιοριστεί ο ρόλος του κράτους ως επιχειρηματία, τα διψήφια ποσοστά ανάπτυξης της περασμένης δεκαετίας μοιάζουν ήδη με μακρινή ανάμνηση. Το χειρότερο είναι ότι η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης επιβεβαιώνει τους φόβους των επενδυτών που αναζητούν πλέον άλλα «καταφύγια» για τα κεφάλαιά τους, την ώρα που η Κίνα πασχίζει να βγάλει από πάνω της όλη τη σκουριά του σοσιαλιστικού παρελθόντος.