Ζντένκα Φαντλοβά, ετών 91, από την παλιά Τσεχοσλοβακία. Στα 18 της, λίγο μετά την προσάρτηση της χώρας από τους Ναζί, γνώρισε τον Αρνο Λόβι, πέντε χρόνια μεγαλύτερό της, πρόσφυγα από τη Σουδητία. Μαζί εκτοπίστηκαν το 1942 στο στρατόπεδο του Τερεζίν. Την παραμονή της μεταφοράς του στην Πολωνία, όπου θα έβρισκε τον θάνατο, ο Αρνο κατάφερε να φτάσει στην πτέρυγα της αγαπημένης του και να της παραδώσει το τσίγκινο δαχτυλίδι που είχε φτιάξει για εκείνη. «Θα σε προστατεύει», της είπε. Κι εκείνη το φύλαγε σαν τα μάτια της και στα έξι στρατόπεδα συγκέντρωσης από τα οποία πέρασε. Το πιο δύσκολο ήταν στο Αουσβιτς. Οι κρατούμενοι έπρεπε να γδυθούν εντελώς και να αφήσουν όλα τα υπάρχοντα πίσω τους. Αλλά εκείνη δεν θα άφηνε φυσικά το δαχτυλίδι. Η μπροστινή έκρυψε τη βέρα της κάτω από τη γλώσσα της, αλλά την ανακάλυψαν, τη χτύπησαν και την πήγαν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων. Η Ζντένκα ήταν τυχερή: την ώρα που ο φρουρός άρχισε να ψάχνει τα μαλλιά της, επενέβη ένας αξιωματικός και τους είπε να βιαστούν. Η γυναίκα επέζησε, έγραψε την εμπειρία της σε βιβλίο, το βιβλίο έγινε ταινία και προβάλλεται αυτές τις ημέρες στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου. Πρόσφατα την είδε και η ίδια η Ζντένκα, που είναι πια παντρεμένη και έχει μια κόρη. Και φυσικά έχει πάντα το δαχτυλίδι.

Ιμρε Κέρτες, Ούγγρος, ετών 84, έναν χρόνο στο Αουσβιτς και στο Μπούχενβαλντ, Νομπέλ Λογοτεχνίας το 2002, επέζησε του Ολοκαυτώματος και βρίσκεται τώρα στο τελευταίο στάδιο της μάχης του με τη νόσο Πάρκινσον. Εκανε 13 χρόνια να γράψει το πιο γνωστό του βιβλίο, το «Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο», όπου περιγράφει την εμπειρία ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. «Αισθάνομαι ότι βίωσα κάτι ακραίο, γιατί όχι μόνο έζησα αυτή τη φρίκη, αλλά κατάφερα και να την περιγράψω με τρόπο ανεκτό, αποδεκτό, ανθρώπινο», δηλώνει στην τελευταία του συνέντευξη στο περιοδικό «Paris Review». «Οταν εκδόθηκε το βιβλίο στη Γερμανία, έλαβα πολλές επιστολές, σακιά ολόκληρα με επιστολές. Μια γυναίκα από τη Στουτγάρδη μού έγραψε ότι της άνοιξα ένα παράθυρο. Ανοιξα τα μάτια αναγνωστών που οι μανάδες τους κι οι πατεράδες τους είχαν παραμείνει σιωπηλοί».

Αναφέρομαι σ’ αυτούς τους δύο σπάνιους ανθρώπους για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί μπορεί οι ιστορίες της ζωής τους να φτάσουν σε κάποιον από τους αφελείς υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής, να του ανοίξουν κι εκείνου ένα παράθυρο και να καταλάβει τι εγκληματικό λάθος κάνει. Δεύτερον, γιατί μερικές φορές ξεχνάμε την Ιστορία και τοποθετούμε τον εαυτό μας και τα βάσανά μας στο κέντρο του Σύμπαντος. «Μπορείς να ξεπεράσεις τα πάντα με τη δύναμη της θέλησης», λέει η Ζντένκα Φαντλοβά στους «Times». Και η μεγάλη πρόκληση είναι να βγεις από τη δοκιμασία πιο δυνατός, πιο ώριμος, πιο γενναιόδωρος. Ενας καλύτερος άνθρωπος.