Οταν γράφουμε το «τέλος» του καλοκαιριού, δεν εννοούμε βέβαια ότι το καλοκαίρι θα πάψει να υφίσταται ως εποχή. Με τη λέξη «τέλος» εννοούμε το καλοκαίρι με τη μορφή που έχει πάρει, κυρίως τα τελευταία τριάντα χρόνια –μορφή που έχει ξεκαθαρίσει και για τους πιο ανυποψίαστους, έστω και αν δεν θέλουν να το παραδεχτούν. Δεν έχετε παρά να προσέξετε τα πρόσωπα των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων, την ημέρα της επιστροφής τους, στο καράβι ή σε πούλμαν, σπανιότερα είναι αλήθεια σε αεροδρόμιο. Σαν να γυρνάνε όλοι τους από ένα «τάμα», που όμως δεν φτούρησε και το θαύμα που αναμενόταν δεν αναβλήθηκε απλώς, αλλά ματαιώθηκε για πάντα.

Δεν έχετε παρά να προσέξετε τη μελαγχολία στα πρόσωπα των παιδιών 11-14 χρόνων. Σαν να τα κοροϊδέψανε οι μεγάλοι, ενώ οι ίδιοι –οι γονείς συνήθως –προσπαθούν με λόγια και με βλέμματα να τα πείσουν, αν και στα δικά τους πρόσωπα διακρίνεις τον ίδιο τρόμο, ότι περάσανε πολύ καλά και ότι του χρόνου θα είναι ακόμη καλύτερα τα πράγματα. Νέοι από 19 έως 24 χρόνων, με τη φιλενάδα τους στο πλάι –συνήθως νυσταγμένη -, προσπαθούν μονίμως και απεγνωσμένα με το κινητό να «ξαναπιάσουν» επαφή με τους φίλους τους. Υποτίθεται για να τους κάνουν κοινωνούς της χαράς τους, στην ουσία όμως για να αισθανθούν ότι, αν και το καλοκαίρι πήγε στράφι, ο χειμώνας τουλάχιστον θα είναι όπως ίσχυε ώς τώρα.

ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ παρά να προσέξετε Ελληνες και ξένους, ντάλα μεσημέρι, να ψήνονται στον ήλιο, τρώγοντας τσιπς και πίνοντας αναψυκτικά. Ολοι τους, το διακρίνεις στην έκφρασή τους όταν δεν φοράνε γυαλιά, με μια έκφραση που είναι σαν να λέει ότι «τώρα απολαμβάνω και αυτό είναι κάτι που θα το σκέφτομαι τον χειμώνα και θα αισθάνομαι ότι ζω». Να την όμως η μεγαλύτερη χρεοκοπία του καλοκαιριού –αλλά και του χειμώνα. Να γίνεται δηλαδή το καλοκαίρι το άλλοθι της σωτηρίας για έναν ανυπόφορο ή και αβάσταχτο χειμώνα.

Αν ο χειμώνας όμως με τις δυσκολίες και τα χίλια προβλήματα δεν μπορεί να υπάρξει, σε κάποιο βαθμό, με τις προδιαγραφές του καλοκαιριού, όπως τουλάχιστον τις φανταζόμαστε, τότε και το καλοκαίρι θα υπάρχει πάντα ως ένα «τάμα» που έγινε χωρίς την προοπτική του θαύματος. Αν το καλοσκεφτούμε όμως, η μελαγχολία ή ο τρόμος στα πρόσωπα μικρών και μεγάλων, ενώ επιστρέφουν, δεν είναι τόσο για το τι «κρύβουν» το επερχόμενο φθινόπωρο και ο χειμώνας, αλλά γιατί το καλοκαίρι αποκλείστηκε ως προοπτική που θα άλλαζε τη ζωή τους, και το συνειδητοποιούν τη στιγμή της επιστροφής.

ΤΟ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΟΥΝ μάλιστα ενώ είναι με τους άλλους μαζί, επομένως και αν θα ήθελαν να κοροϊδέψουν τον εαυτό τους, οι άλλοι –πάντα αυτοί οι άλλοι –με την έκφρασή τους δεν τους αφήνουν να το κάνουν. Αν θα θέλανε τη συνέχεια τον διακοπών δεν είναι γιατί πραγματικά τις χρειάζονται, αλλά γιατί θα παρατεινόταν η ψευδαίσθηση ότι μπορεί να συμβεί το «θαύμα». Κανένα όμως θαύμα δεν μπορεί να συμβεί επειδή τυχαίνει να συμφωνούμε όλοι μας σε κάτι, ότι για παράδειγμα το καλοκαίρι επιβάλλεται να απολαμβάνουμε.

Το ότι εκατομμύρια άνθρωποι συμφωνήσανε, χωρίς να έχουν συνεννοηθεί, πως κάτι θα αλλάξει μέσα στον χειμώνα αν περάσουνε καλά το καλοκαίρι, συνιστά την καταδίκη του θαύματος. Το θαύμα είναι χειροποίητη υπόθεση, το φτιάχνει ο καθένας μόνος του, με τα χεράκια του. Μόνον έτσι μπορεί να υπάρξει και μέσα στον «δραματικότερο» για τους άλλους χειμώνα ή μέσα στο πιο «αδιάφορο», για τους άλλους πάντα, καλοκαίρι.