Ο Αύγουστος είναι (για μένα τουλάχιστον) ο μήνας των ποιητών (αφού ούτως ή άλλως η Ευρώπη είναι «κλειστή»). Ιδιαίτερα εφέτος που ο χρόνος είναι καβαφικός, όχι απλά και μόνο γιατί συμπληρώνονται 150 χρόνια από τη γέννηση του Μεγάλου Αλεξανδρινού αλλά και γιατί οι στιγμές που βιώνουμε είναι βαθύτατα καβαφικές. Οπως επισημαίνει ο Ντάνιελ Μέντελσον (μεταφραστής του Καβάφη στα αγγλικά), «ζούμε σήμερα μια καβαφική στιγμή της Ιστορίας: παλιές αυτοκρατορίες καταλύονται και νέες αναδύονται… Κάθε φορά που ανοίγω μια εφημερίδα και διαβάζω για την κρίση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, για το πόσο εύθραυστος είναι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, σκέφτομαι τον Καβάφη. Ακριβώς αυτά τα θέματα ενδιέφεραν τον Αλεξανδρινό: οι πολιτισμοί που γεννιούνται και χάνονται. Τα ιστορικά ποιήματα μιλούν για την ακμή και την παρακμή των πολιτισμών, καταστάσεις πραγματικές που συμβαίνουν πάντοτε, γι’ αυτό και η ποίηση του Καβάφη αναφέρεται σε κάθε εποχή» (συνέντευξη στο «Βήμα», 30/12/2012). Τον Καβάφη ενδιέφεραν βεβαίως και τα ανθρώπινα πάθη, τα αισθήματα, η μοίρα. Εφέτος όμως συμπληρώνονται και πενήντα χρόνια από την απονομή του πρώτου Βραβείου Νομπέλ (Λογοτεχνίας) στη χώρα, στον Γ. Σεφέρη.

Ο Αύγουστος είναι ακόμη ο μήνας των ποιητών γιατί σύμφωνα με μια εκδοχή μερικά από τα σημαντικότερα ποιήματα ελλήνων ποιητών γράφτηκαν αυτό τον μήνα Αύγουστο. Είναι όμως η Ελλάδα ο τόπος που ακούει, που θέλει να ακούσει ποιητές; Ή απλώς έχει βουλώσει τα αυτιά στην ποίηση και ακούει μόνο Σαμαρά, Βενιζέλο, Τσίπρα και όλους τους άλλους να εκφέρουν «λόγια, λόγια, λόγια» (ή ακούει τους αοιδούς της καλοκαιρινής…. δεκάρας); Από την άλλη μεριά, Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, και πολλοί άλλοι, θα μπορούσαν να πουν κάτι στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης; Βεβαιότατα, αρκεί κανείς να τους διαβάσει…

Προσωπικώς στον Σεφέρη οπωσδήποτε θα διάβαζα: «Δεν θέλω τίποτα άλλο παρά να μιλήσω απλά να μου δοθεί / ετούτη η χάρη. / Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές / που σιγά-σιγά βουλιάζει / και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε / από τα μαλάματα το πρόσωπό της / κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια / γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά» και ίσως συνέχιζα: «Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα./ Τόσα κορμιά ριγμένα / στα σαγόνια της θάλασσας στα σαλόνια της γης / τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες σαν το σιτάρι./ Κι οι ποταμοί φούσκωναν μέσ’ στη λάσπη το αίμα / για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη / μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου / για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη».

Στον Καβάφη θα διάβαζα τα πάντα, γιατί λέει τα πάντα. Για τους «Αναμορφωτές» οι οποίοι «Για κάθε τι / για το παραμικρό ρωτούνε και εξετάζουν/ και ευθύς στο νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν / με την απαίτηση να εκτελεσθούν άνευ αναβολής». Για τον «Ηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης»: «Ενας τυχαίος, αστείος άνθρωπος. / Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Ελληνας / έμαθ’ επάνω κάτω σαν τους Ελληνας να φέρεται / κι’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν / χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι / μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά / κι’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό / ως είναι συνήθειο τους οι απαίσιοι». Για τον «νέο με υγείαν αρίστην» που, αφού «κατάντησε σχεδόν ανέστιος και πένης», αποφασίζει «να υπηρετήσει την πατρίδα του» χτυπώντας διαδοχικά πόρτες τριών πολιτικών με την ελπίδα ότι ένας από τους τρεις «θα τον θελήσει» έχοντας ήσυχη τη συνείδηση «για το αψήφιστο της εκλογής», αφού «βλάπτουν κι’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο». Αλλά θα διάβαζα και το «Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες / εκείνων που πέθαναν ή εκείνων που είναι / για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους». Θα διάβαζα τα πάντα.

Στον Ελύτη, αυγουστιάτικα, θα παρέκαμπτα το «Αξιον Εστί» και θα πήγαινα στη «Μαρίνα των βράχων»: «Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη –Μα πού γύριζες / ολημερίς στη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας» και μετά «Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένανε ορκιζόμαστε /πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε». Θα διάβαζα ακόμη Ρίτσο, Γκάτσο, Αναγνωστάκη, Πατρίκιο, Λειβαδίτη, Καρυωτάκη και οπωσδήποτε την «Τζεμιλέ» του Ν. Καρύδη.

Αυτοί και άλλοι αποτελούν την πλέον σοβαρή, διαχρονική έκφραση εκείνου που (θα ήθελα να) είναι η ελληνική ταυτότητα.

Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών