Είναι τα σαράντα χρόνια μοναξιάς στα βάθη της ζούγκλας που βαραίνει περισσότερο; Ή η δυσάρεστη αίσθηση ότι ο πόλεμος του Βιετνάμ τέλειωσε μόλις τώρα για τους δύο Βιετκόνγκ που είχαν μετατραπεί σε σκελετούς από την έλλειψη τροφής; Τα τελευταία ανθρώπινα απομεινάρια του βρώμικου πολέμου είναι ένας πατέρας και ο γιος του που βρήκαν καταφύγιο από τον όλεθρο στα πανύψηλα δένδρα της ζούγκλας Κιουάνγκ Νγκάι, στο Κεντρικό Βιετνάμ. Την απόφαση της φυγής πήρε ο πατέρας το 1973 όταν είδε όλη του την οικογένεια να ξεκληρίζεται εκτός από ένα παιδί του. Ο Χο Βαν Θαν το έσκασε από το χωριό του έπειτα από μια νύχτα ανελέητων βομβαρδισμών από την αμερικανική βάση στο Να Ντανγκ. Ο άμοιρος Βιετναμέζος είδε τη γυναίκα του και δύο από τα τρία του παιδιά να γίνονται σκόνη από τις βόμβες. Δεν άντεξε. Παίρνοντας στην αγκαλιά του τον Χο Βαν Λανγκ, τον τελευταίο γιο του που τότε μετρούσε μόλις λίγους μήνες ζωής, ο Θαν αναζήτησε καταφύγιο στα υψώματα της Δύσης. Επί μία πενταετία ήταν ένας ευσυνείδητος Βιετκόνγκ, πεισμένος για το δίκαιο του πολέμου απέναντι «στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και στους προδότες του Νότου». Στο μικρό χωριό του εκτελούσε χρέη τοπικού διοικητή. Εκείνη τη νύχτα, όμως, κατάλαβε ότι το κόστος που κλήθηκε να πληρώσει ήταν πολύ μεγάλο. Και αποφάσισε να μην εγκαταλείψει μόνο τον «ένδοξο αγώνα» αλλά ολόκληρο τον κόσμο.

Το γεγονός ότι πατέρας και γιος έμειναν άφαντοι ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου έκανε πολλούς να υποθέσουν ότι είχαν χάσει τη ζωή τους. Αλλά δεν ήταν αλήθεια. Ο Θαν είχε πάει με το παιδί του όσο πιο μακριά μπορούσε από το σκηνικό Αποκάλυψης που είχε στηθεί στη χώρα του. Περπάτησαν 40 χιλιόμετρα μέσα στην πυκνή ζούγκλα, τεράστια απόσταση σε ένα τόσο αφιλόξενο μέρος. Απέφυγαν θανατηφόρες παγίδες, ξέφυγαν από άγρια αιλουροειδή και επικίνδυνα ερπετά για να βρουν τελικά ένα δένδρο όπου ο Θαν αποφάσισε να στεγάσει τη νέα του ζωή. Το σπίτι πάνω στο δένδρο το έφτιαξε με τα ίδια υλικά που φτιάχνουν τα πουλιά τις φωλιές τους. Κάτω από τη στέγη του, πάντως, πατέρας και γιος βρήκαν προστασία από τους μουσώνες. Πρώτα μόνος και έπειτα με τη βοήθεια του γιου, ο Θαν ξανάχτιζε σχεδόν κάθε χρόνο το σπίτι του. Ντύνονταν με φλοιούς δένδρων και φύλλα, τρέφονταν με φρούτα και μικρά ζώα του δάσους που κυνηγούσαν με αυτοσχέδια ακόντια. Η διαμονή στο δάσος είχε γίνει πλέον για τον Θαν επιλογή ζωής. Σε αυτά τα σαράντα χρόνια συναντήθηκαν μόνο μία φορά με συγγενείς που τους έφεραν μερικές κονσέρβες και καπνό. Μόνο όταν ο Θαν γέρασε πολύ, ο Λανγκ αποφάσισε ότι εκείνη η ζωή είχε τελειώσει.

Στο νοσοκομείο

Ο πατέρας Βιετκόνγκ μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για ιατρική φροντίδα. Ο γιος είναι καλά στην υγεία του αλλά δεν ξέρει να μιλάει