Δεύτερη φορά μέσα σε τρεις μήνες ακούγεται ξανά η κριτική ενάντια στην απόφαση των δημοτικών Αρχών να απαγορεύσουν τη ρατσιστική εκδήλωση της Χρυσής Αυγής να διανείμει τρόφιμα αποκλειστικά σε έλληνες πολίτες σε κεντρική πλατεία της πόλης. Η κριτική αυτή, που αυτοαποκαλείται αριστερή και αρθρώνεται από αριστερά μέσα επικοινωνίας, λέει λίγο – πολύ το εξής: Η ΧΑ είναι πράγματι φασιστική και κάτι πρέπει να γίνει, αλλά δεν μπορούμε να την αντιμετωπίζουμε με απαγορεύσεις. Ειδικά οι απαγορεύσεις συναθροίσεων, πορειών και λοιπών μαζικών εκδηλώσεων που λαμβάνουν χώρα στον δημόσιο χώρο είναι κάτι κακό, κάτι αντιδημοκρατικό, κάτι που ενέχει τον κίνδυνο του φασισμού –ακόμα και αν η πραγματική τους στόχευση είναι να εμποδίσουν τον πραγματικό φασισμό. Ανοίγουν δε το παράθυρο –συνεχίζει το αριστερό επιχείρημα –σε άλλες απαγορεύσεις, και σε άλλες, και σε άλλες, οι οποίες θα μας οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια σε ένα απολυταρχικό, αντιδημοκρατικό, πιθανώς δικτατορικό κράτος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στον παραπάνω συλλογισμό υπάρχει ένα τεράστιο λογικό άλμα. Η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη δημοκρατία στην Ευρώπη που έχει τόσο μεγάλο πρόβλημα με την απαγόρευση και δη την απαγόρευση που επιλέγει (και που συνήθως δεν επιλέγει) να ασκήσει μια θεσμική εξουσία. Από την αρχή της Μεταπολίτευσης ζούμε σε μια δημοκρατία με τα καλά της και τα στραβά της, πάντως σε δημοκρατία, στην οποία οι ατομικές και συλλογικές ελευθερίες αναγνωρίζονται και διαφυλάσσονται, ενώ η καταπάτησή τους διώκεται και τιμωρείται στα δικαστήρια. Ωστόσο, η απαγόρευση, ως νόμιμη πρακτική των Αρχών ενός κράτους, γίνεται αντιληπτή από μεγάλη μερίδα του πληθυσμού σαν το υπέρτατο κακό. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Θα μπορούσαμε ίσως να δεχτούμε το επιχείρημα ότι μια απαγόρευση ξυπνά μνήμες δικτατορίας, την οποία θυμούνται φυσικά οι άνω των 50, λιγότερο οι άνω των 40 και καθόλου οι κάτω των 35. Και πάλι, όσοι έχουν όντως εμπειρία από εκείνη την περίοδο διαβεβαιώνουν: οι απαγορεύσεις μιας δικτατορικής εξουσίας δεν έχουν καμία σχέση με τις απαγορεύσεις που ασκούν οι εξουσίες σε μια δημοκρατία. Πού οφείλεται λοιπόν αυτός ο φόβος της απαγόρευσης; Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε την αριστερή φρενίτιδα που συνοδεύει την απόφαση των δημοτικών Αρχών να φράξουν μια πραγματικά ρατσιστική πρακτική ενός πραγματικά φασιστικού κόμματος; Και τελικά, ποιος φοβάται την απαγόρευση;

Μια πρόχειρη απάντηση θα έσπευδε να πει: την απαγόρευση τη φοβάται αυτός που μπορεί να ζημιωθεί από αυτήν. Ο κλέφτης φοβάται την απαγόρευση της κλοπής. Ο φοροφυγάς την απαγόρευση της φοροδιαφυγής. Ο παράνομος οδηγός την απαγόρευση του παράνομου παρκαρίσματος κ.ο.κ. Στην περίπτωση της απροϋπόθετης κατάληψης του δημόσιου χώρου, ποιος φοβάται την απαγόρευση;

Ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα είναι μια έννοια αρκετά παρεξηγημένη και μονοδιάστατη που δεν έχει αναπτυχθεί αρκετά στη δημόσια συζήτηση. Ενώ σε όλες τις δυτικές πόλεις και μητροπόλεις ο δημόσιος χώρος γίνεται αντιληπτός ως η υπέρτατη γεωγραφία της καθημερινής ζωής, εδώ γίνεται αντιληπτός ως ναός πολιτικοποίησης. Συγκεκριμένα, λειτουργίες όπως η μετακίνηση, η στάθμευση, η διασκέδαση, τα χόμπι που είναι αναπόσπαστες δραστηριότητες της καθημερινότητας υποτιμούνται συστηματικά, ενώ υπερτονίζονται συναθροίσεις, πορείες και καταλήψεις που φέρουν το πρόσημο της πολιτικής διεκδίκησης.

Η πολιτική δράση είναι φυσικά μια πολύ σημαντική διάσταση του δημόσιου χώρου. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι και δεν πρέπει να είναι η μόνη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης η άσκηση του δικαιώματος του συναθροίζεσθαι και η ανοχή των δημόσιων Αρχών στα αιτήματα πορειών και λοιπών εκδηλώσεων γίνονταν αντιληπτές ως δείκτες δημοκρατικότητας. Τα χρόνια όμως έχουν περάσει. Οι δημοκρατικοί θεσμοί έχουν εμπεδωθεί και η δημοκρατία δεν κινδυνεύει να καταλυθεί από υπερβολική άσκηση εξουσίας.

Η δημοκρατία δεν είναι όμως μόνο ένας τύπος, μια φόρμα, στην οποία αν τηρούνται οι κανόνες και το Σύνταγμα όλα είναι εντάξει. Αυτό που κάνει τη δημοκρατία ποθητή είναι η ουσία της και η ποιότητά της. Το παράδειγμα της Χρυσής Αυγής, η είσοδός της στη Βουλή και η άσκηση των δημοκρατικών της δικαιωμάτων καταδεικνύει ότι η δημοκρατία μπορεί να υφίσταται τυπικά αλλά η ουσία της να τραυματίζεται βαθιά. Η ελληνική Αριστερά, από την οποία η ελληνική κοινωνία έχει παραδοσιακά μεγάλες προσδοκίες, πρέπει να ξεκολλήσει από τη δημοκρατική τυπολατρία και να αρχίσει να σκέφτεται την ουσία της δημοκρατίας. Γιατί είναι κοινή λογική ότι η ανοχή του φασισμού στο όνομα της δημοκρατικότητας είναι λιγότερο δημοκρατική από την απαγόρευσή του.

Η Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτική επιστήμων, υποψήφια διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στο EHESS (Paris).