Για τα μάτια που (δεν) βλέπουν ΕΡΤ προέκυψε μια μεγάλη κυβερνητική κρίση. Η χώρα ξαναμπήκε στη δίνη μιας εκλογολογίας που κανείς δεν περίμενε και που άρρητα απευχόταν ακόμη και η αντιπολίτευση. Οσο κι αν αυτή η κρίση αποδείχθηκε τελικά αφορμή για να λυθούν λογαριασμοί που είχαν αναπτυχθεί στον έναν χρόνο της τρικομματικής διακυβέρνησης, το κλείσιμο της ΕΡΤ ως επίδειξη βοναπαρτισμού του Πρωθυπουργού υπήρξε η θρυαλλίδα μιας έκρηξης που αναζωπύρωσε τη γνωστή αντιπαράθεση γύρω από το Μνημόνιο.

Από τη μια μεριά, η άμεση αντίδραση μεγάλου ποσοστού της κοινής γνώμης κατά του κλεισίματος της ΕΡΤ ερμηνεύτηκε κυρίως με βάση την απροσδόκητη και αυταρχική μεθόδευση που επελέγη. Ταυτόχρονα όμως θεωρήθηκε μια έμμεση ψήφος εμπιστοσύνης στη δημόσια ραδιοτηλεόραση ως δυνάμει φορέα εναλλακτικών μορφών επικοινωνίας και πολιτισμού. Σε αυτό το επιχείρημα ανακλήθηκαν οι λεγόμενες εκπομπές «ποιότητας» της ΕΡΤ, από το Τρίτο Πρόγραμμα και τα ντοκιμαντέρ μέχρι την πρόσφατη στροφή της στις ευρωπαϊκές τηλεοπτικές σειρές. Από την άλλη μεριά αναπτύχθηκε η άποψη ότι η ΕΡΤ αποτέλεσε διαχρονική πληγή πελατειακών σχέσεων, οικονομικής παρέκκλισης και προπαγάνδας, η οποία έπρεπε να καυτηριαστεί παραδειγματικά. Εστω και καθυστερημένα, πορίσματα που εδώ και χρόνια έχουν κάνει μελετητές της ιστορικής και της θεσμικής δυσλειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης βρήκαν αναπάντεχη απήχηση σε έναν κυβερνητικό λόγο καταγγελτικού περιεχομένου με αφερέγγυους εκφραστές που υπονόμευσε παρά ενίσχυσε την εξυγιαντική πρόταση.

Πέρα από τη μερικότητα με την οποία προσεγγίζουν το θέμα, και οι δύο προσεγγίσεις φέρουν σημαντικά σημάδια υποκρισίας. Από τη μια πλευρά η κυβέρνηση ανακαλύπτει ξαφνικά την οδό της χρηστής διαχείρισης της ΕΡΤ κάτω από την πίεση της πιο σκληρά ιδεολογικής απαίτησης της τρόικας για συμβολικές απολύσεις στο Δημόσιο, που σκοντάφτει πάνω στα εγχώρια χρόνια αντανακλαστικά κρατισμού και της αριστερής ευαισθησίας απέναντι στα δικαιώματα των εργαζομένων, κυρίως του Δημοσίου. Παράλληλα ο λόγος περί κάθαρσης της ΕΡΤ παραμελεί σκόπιμα να αναφερθεί στην πιο παράδοξη ίσως εξέλιξη που συνέβη στην ιστορία της κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης: στη συστηματική και απερίφραστη υποστήριξη που έδειξε σημαντικό μέρος δημοσιογράφων της στο αντιπολιτευτικό-αντιμνημονιακό μέτωπο, ειδικά μετά την περίοδο υπουργίας του Ν. Μόσιαλου.

Η υποκρισία των υποστηρικτών του ανοίγματος της παλιάς ΕΡΤ είναι εξίσου σημαντική με αυτών του κλεισίματός της, έχοντας βέβαια περισσότερο ένα πολιτισμικό παρά πολιτικό προσωπείο, στον βαθμό που ανάγουν την όποια ποιοτική διαφορετικότητα του προγράμματος της ΕΡΤ σε ακρογωνιαίο λίθο της αναγκαιότητάς της. Ομως το 60% της δημοσκοπούμενης κοινής γνώμης που υποστήριξε την επαναλειτουργία της σίγουρα δεν είναι αυτό που βλέπει Παρασκήνιο, Μπόργκεν, Εξάντα και άλλες υποτιθέμενα ή πραγματικά αντισυμβατικές εκπομπές της ΕΡΤ που καταγράφουν συστηματικά πολύ χαμηλά ποσοστά θεαματικότητας. Μια γρήγορη ματιά στα διαχρονικά «νούμερα» απήχησης της ΕΡΤ δικαιολογεί την περιγραφή της ως εικονικό μουσείο συλλογικής μνήμης. Ομως αυτό το μουσείο, καλώς ή κακώς, δεν περιλαμβάνει μόνο επιτεύγματα του υψηλού πολιτισμού ή της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Κυρίως αφορά έναν δίαυλο επικοινωνίας με βάση τον οποίο η σύγχρονη ελληνική κοινωνία, χωρίς διακρίσεις, ήρθε σε επαφή και προσάρμοσε διεθνείς εμπειρίες και παγκόσμια φαινόμενα του μαζικού πολιτισμού: Τσάμπιονς Λιγκ, Μουντιάλ, Ευρωμπάσκετ, Ντάλας, Δυναστεία, Τόλμη και γοητεία, Κότζακ και Σταρ Τρεκ δίπλα στον Αγνωστο πόλεμο, στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, στους Ρεπόρτερς και στο Ρεπορτάζ χωρίς σύνορα.

Η πλειονότητα της κοινής γνώμης που σοκαρίστηκε από το κλείσιμο της ΕΡΤ δεν επιθυμεί την πειρατική μετεξέλιξή της. Το μεγάλο κεκτημένο της ΕΡΤ που μένει να αποτιμηθεί χωρίς ηθικοπλαστικές παρωπίδες είναι ότι διαμόρφωσε, παρά τις αγκυλώσεις της, ένα ευρύχωρο πλαίσιο ψυχαγωγίας και ενημέρωσης στο οποίο από το 1989 και ύστερα στηρίχθηκαν τα ιδιωτικά κανάλια για να εμπεδώσουν την κυριαρχία τους και να συγχρονιστούν με τις διεθνείς εξελίξεις. Δημόσιο χώρο για όλες τις καλώς και κακώς εννοούμενες ιδιοτέλειες έφτιαξε και έχασε η ΕΡΤ. Αυτό μάλλον θα πρέπει να ανακαλύψει ξανά, πέρα από τον νοσταλγικό ρομαντισμό και τον πολιτισμικό ελιτισμό όσων όψιμα την υποστηρίζουν σήμερα.

Ο Β. Βαμβακάς είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ