Οταν το κάνεις μία φορά, λογικό είναι κάποιοι να νομίζουν ότι θα το ξανακάνεις και να το διεκδικούν με τον δικό τους τρόπο. Ποιο πράγμα; Να αναθέτεις την ηγεσία του κόμματος σε κάποιον «σώγαμπρο». Το έκανε η ΝΔ το 1984 με τον Κ. Μητσοτάκη, που εισχώρησε στις γραμμές της από την πόρτα του Κέντρου και αμέσως έβαλε πλώρη για την ηγεσία. Τα ίδια ονειρεύεται τώρα ο Μάκης Βορίδης που μπήκε στη ΝΔ από την ακροδεξιά κερκόπορτα και ήδη ελπίζει σε υψηλότερα αξιώματα.

Στην πολιτική όμως για να πετύχεις έναν στόχο, το πρώτο που χρειάζεσαι είναι έναν εχθρό. Με το ΠΑΣΟΚ η ΝΔ συνεργάζεται, άρα δεν προσφέρεται, και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολυφορεμένος. Γι’ αυτό ο πρώην σολίστας του Γιώργου Καρατζαφέρη –κατά τον χαρακτηρισμό του αρχηγού του ΛΑΟΣ τον καιρό που «τον είχε συγχωρέσει για τα νεανικά αμαρτήματα» και τον είχε δίπλα του –βρήκε έναν… νεκρό. Από το βήμα του Συνεδρίου της ΝΔ αποκάλυψε ποιος κατέστρεψε τη χώρα: «Η κρίση στην Ελλάδα έχει συγκεκριμένο όνομα και επώνυμο. Για την καταστροφή του τόπου ευθύνονται οι επιλογές του ΠΑΣΟΚ, του Ανδρέα Παπανδρέου, σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή».

Ηταν ρίσκο να βρίζει ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Αντώνη Σαμαρά τον ιδρυτή του κόμματος που τον κράτησε δυο φορές στην πρωθυπουργία. Αλλά τον άντεξε το σκοινί και φάνηκε στο χειροκρότημα. Τέτοια να ακούει το δεξιό ακροατήριο, ιδίως όταν δυσκολεύεται να καταπιεί ότι ο σημερινός αρχηγός του ΠΑΣΟΚ είναι αντιπρόεδρος της κυβέρνησης που θεωρεί «δική του» και έχει και καμιά δεκαριά πασόκους στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Μειονεκτήματα. Ωστόσο, παρά το φαινομενικό σουξέ που είχε «ο άνθρωπος με το τσεκούρι» επιτιθέμενος κατά του ενός εκ των δυο ιδρυτικών ιερών τεράτων, της Μεταπολίτευσης, το περιεχόμενο της παρέμβασής του πάσχει. Πρώτα γιατί κάλλιστα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε προβοκάτσια κατά του Αντώνη Σαμαρά, που θα έπρεπε να απολογηθεί γιατί ο κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος σπιλώνει τα ιερά και τα όσια του κυβερνητικού εταίρου του. Ακόμη και αν αυτό επιδίωκε ο Βορίδης, δεν συνέβη. Ο Βενιζέλος άφησε στον Δημήτρη Καρύδη να τον καταχερίσει, συναισθανόμενος τι θα ακολουθούσε αν έμπαινε και ο ίδιος στο παιχνίδι –συγκρίνοντας, για παράδειγμα, τη διακυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου με την απόληξη της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης μετά το 2004.

Το βασικό μειονέκτημα της συγκεκριμένης αναφοράς όμως είναι ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι πλέον ιστορικό πρόσωπο. Δηλαδή η πολιτική –και ιδίως η οικονομική και κοινωνική του πολιτική –θα κριθούν από την Ιστορία. Ούτε από κάποιον που υπήρξε «ως νέος, ακτιβιστής της Δεξιάς», αλλά ούτε και από τους αναλυτές της Fitch. Αν έπρεπε δηλαδή να κάνει τις παροχές που έκανε, έστω δανειζόμενος, είναι ιστορικό ζήτημα πλέον. Από αυτή την άποψη, τα πρώτα δείγματα αυτής της αποτίμησης δείχνουν ότι έπρεπε –παρά τις προφανείς δυσμενείς επιπτώσεις στους τρέχοντες κρατικούς προϋπολογισμούς. Συνεπώς οι καταστροφολογικές προσεγγίσεις είναι ανιστόρητες.

Οπως και να μετρηθεί, η συνολική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου έχει θετικό πρόσημο. Υπάρχουν διαχειριστικές αντινομίες, λαϊκισμός και λανθασμένες επιλογές –ώς τα όρια της κομματικής ασυδοσίας. Αλλά στην άλλη πλευρά της ζυγαριάς βαραίνουν περισσότερα. Π.χ. διαχειρίσθηκε την ελληνική παρουσία στην τότε ΕΟΚ, διεκδικητικά και με προφανή κέρδη –όπως αυτά που προήλθαν από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα -, εξασφάλισε μεγάλα κονδύλια από το Κοινωνικό και το Γεωργικό Ταμείο, άλλαξε προπολεμικές δομές που υπήρχαν στη νομοθεσία, στον συνδικαλισμό, στη δημόσια υγεία και παιδεία, στο κράτος, στην πρόνοια και στο ασφαλιστικό σύστημα, έβγαλε στον ήλιο κοινωνικά στρώματα που είχαν καθηλωθεί στο περιθώριο από το μετεμφυλιακό κράτος και τη χούντα.

Συνεπώς ο ιστορικός Παπανδρέου δικαιούται το φωτοστέφανο που προκύπτει από κάθε μέτρηση των αισθημάτων της κοινής γνώμης για όσους κυβέρνησαν τις τελευταίες δεκαετίες. Για τον πολιτικό Παπανδρέου, με τις τρεις κυβερνητικές θητείες και τη θυελλώδη παρουσία, έχει μιλήσει, υπό διάφορες συνθήκες, το εκλογικό σώμα και επιπλέον η φύση.

Συνεπώς, άλλο η μετά θάνατον αποτίμηση της πολιτικής του σε ένα σεμινάριο ή σε μια ιστορική έρευνα και άλλο η μετά θάνατον ενοχοποίησή του σε ένα κομματικό συνέδριο των αντιπάλων του. Είναι σαν να κατηγορεί κανείς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή για τη σκληρή λιτότητα της πρωθυπουργίας του, παραγνωρίζοντας το σύνολο της παρουσίας του στον δημόσιο βίο. Ο Βορίδης προσπάθησε να χτίσει το προφίλ του στο κομματικό ακροατήριο συγχέοντας μεθόδους, καταστάσεις και αισθήματα –τα δικά του.

Ο φιλόδοξος βουλευτής με την απροσδόκητη επιθετικότητα απέναντι στον Ανδρέα Παπανδρέου έδειξε προδιάθεση να μετακινήσει την κομματική βάση της ΝΔ δεξιότερα προκειμένου να ηγηθεί ο ίδιος. Ως καταλληλότερος για τον ρόλο, καθώς η αφαίμαξη που τρομάζει τη ΝΔ δεν είναι προς το ΠΑΣΟΚ, αλλά προς νεοναζιστικό μόρφωμα που έχει εγκατασταθεί στο μαλακό της υπογάστριο.

Ενδεχομένως, αν ο Μάκης Βορίδης την ώρα που ανέβηκε στο βήμα του Συνεδρίου ήταν μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου, όπως καλή ώρα ο Αδωνις Γεωργιάδης, μάλλον θα πρόσφερε στο ακροατήριό του και τη δική του διαβεβαίωση για την υπευθυνότητα που έδειξε το ΠΑΣΟΚ. Η παράλειψή του από τον κατάλογο των υπουργών –παρά την επιθυμία του να μετέχει, όπως ο ίδιος εξομολογήθηκε –τον έκανε να βάλει τον δίσκο από την άλλη πλευρά.

Επαιξε το σκληρό αντιπαπανδρεϊκό μοτίβο της δεκαετίας του 1980 έτσι όπως το δίδασκε ο Κ. Μητσοτάκης ή ο Ευάγγελος Αβέρωφ νωρίτερα. Αλλά και πάλι μιλούσε για κάτι ξένο σ’ αυτόν: ο σημερινός κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ απολάμβανε άλλες τιμές εκείνη την περίοδο, ηγούμενος μιας οργάνωσης νεολαίας που νοσταλγούσε την οικονομική πολιτική του Μακαρέζου και φυσικά όχι την «καταστροφική» παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου.