Τα κοινωνικά δίκτυα (ή και social media) αποτελούν, εκτός από κυρίαρχους τόπους της νέας εξ αποστάσεως κοινωνικότητας, βασικά μέσα πολιτικής κινητοποίησης. Το γεγονός που σημάδεψε την αρχική πολιτικοποίησή τους ήταν η προεκλογική καμπάνια του Μπαράκ Ομπάμα το 2008 στην πορεία του προς τον Λευκό Οίκο. Ηταν ο πρώτος που ουσιαστικά χρησιμοποίησε παραδειγματικά τα νέα αυτά εργαλεία επικοινωνίας για να παρακάμψει τα παραδοσιακά ΜΜΕ, να απευθυνθεί σε μαζικό ακροατήριο και να νικήσει χρόνιους αρχαϊσμούς και σκληρά στερεότυπα της αμερικανικής κοινωνίας. Η Αραβική Ανοιξη και κυρίως οι ογκώδεις διαδηλώσεις στην Πλατεία Ταχρίρ στην Αίγυπτο του 2011 επίσης σημαδεύτηκαν από την ενεργοποίηση των social media για την επικοινωνία και την οργάνωση των διαμαρτυρομένων. Μια παρόμοια συνθήκη ισχύει και σήμερα στα γεγονότα της Τουρκίας. Το αίτημα για φιλελευθεροποίηση και η εναντίωση σε πραγματικές ή δυνητικές παγιώσεις κυβερνητικού ολοκληρωτισμού ή θρησκευτικού φονταμενταλισμού φέρνουν στο προσκήνιο το παγκοσμιοποιημένο «κόμμα» του facebook και του twitter, τα μέσα εκείνα δηλαδή που σηματοδοτούν με τον πιο σαφή τρόπο την εξατομικευμένη, πλουραλιστική και υπερκαταναλωτική κοινωνία, την οποία κανένας δεν θέλει να απεμπολήσει και πολλοί επιθυμούν να κατακτήσουν.

Και στην Ελλάδα η πολιτική μετεξέλιξη των social media έχει ήδη μια πλούσια «ιστορία», η οποία ταυτίστηκε κυρίως με γεγονότα έντονης πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης: από τους μαυροφορεμένους μπλόγκερ που διαδήλωσαν το 2007 για τις καταστροφικές πυρκαγιές, την εφηβική κινητοποίηση για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου το 2008, την οργάνωση του «κινήματος» των Αγανακτισμένων το καλοκαίρι του 2011. Την ίδια ώρα προκύπτει, βεβαίως, και το πρώτο ελληνικό κόμμα του facebook, οι Ανεξάρτητοι Ελληνες, το οποίο μέσα σε λίγους μήνες καταγράφει τεράστια εκλογική επιτυχία, καθιστώντας τον ακροδεξιό ηγέτη του πρωτοπαλίκαρο του ανένδοτου αγώνα κατά του Μνημονίου, προαναγγέλλοντας και το φαινόμενο Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία.

Τα social media στην Ελλάδα ουσιαστικά συνέβαλαν (εάν δεν τη συνέλαβαν) σε μια μορφή πολιτικοποίησης που επέτρεψε τη συμπόρευση παραδοσιακών τρόπων κινητοποίησης (π.χ. πορείες από συνδικάτα, κόμματα κ.λπ.), μεταϋλιστικών κινήσεων πολιτών και μιας πληθώρας ατόμων που, τουλάχιστον μέχρι πριν από την κρίση, θα χαρακτηρίζονταν απολιτίκ. Ολοι αυτοί, ιδιαίτερα μετά το 2009, συναντιούνται σε ένα πεδίο συμβολικής άρνησης ή σύγκρουσης (ακόμη και αν καταδικάζουν τα βίαια επεισόδια των κουκουλοφόρων): καταδίκη του παλαιού δικομματικού πολιτικού συστήματος (οι πρώτες μούντζες στη Βουλή εμφανίζονται από τους οικολογικά ευαισθητοποιημένους μπλόγκερ του 2007), εθνικολαϊκιστική υπεράσπιση κεκτημένων και της ελληνικής ιδιαιτερότητας, σφοδρή αποδοκιμασία των συμβατικών ΜΜΕ και κυρίως της τηλεόρασης.

Εάν κανείς επικεντρώσει στο περιεχόμενο των συνθημάτων των μεγάλων κινητοποιήσεων που προκλήθηκαν και οργανώθηκαν στην Ελλάδα μέσω των social media, εύκολα θα καταλήξει ότι αυτά σε μεγάλο βαθμό διαπνέονται από έναν ριζοσπαστικό συντηρητισμό. Ας συμφωνήσουμε, όμως, έστω και προσωρινά, με τον καναδό θεωρητικό της επικοινωνίας Μάρσαλ ΜακΛιούαν, ο οποίος έλεγε ότι «το μέσο είναι το μήνυμα». Ας συγκρίνουμε τις πρόσφατες στιγμές εγχώριας λαϊκής διαμαρτυρίας με αυτές που συμβαίνουν με τον ίδιο τρόπο σε πολλά σημεία του κόσμου. Ισως τότε μπορέσουμε να κατανοήσουμε αντεστραμμένα ποιο ήταν το ακριβές διακύβευμα του αντιμνημονιακού συντηρητισμού που εκφράστηκε στις πλατείες, αλλά τελικά ηττήθηκε στις εκλογές του Ιουνίου του 2012. Εκτός δηλαδή από τη λαϊκιστική ρητορεία των κομμάτων, την κατ’ εξακολούθηση αδυναμία κατανόησης της σοβαρότητας της κρίσης, το διαρκές φλερτ με θεωρίες συνωμοσίας, οι μαζικές μορφές διαμαρτυρίας που κινητοποίησαν τα social media εξέφρασαν και την άναρθρη υπεράσπιση του πλουραλιστικού, υπερκαταναλωτικού και ναρκισσιστικού παρελθόντος που ξαφνικά αποδείχθηκε δανεικό και μετέωρο. Το ενδεχόμενο επιστροφής στη δραχμή άλλωστε έκλεινε μάγκικα το μάτι σε αυτή τη συνθήκη και όχι σε ένα ενδεχόμενο γενικευμένης κομμουνιστικής ανέχειας. Προτού η κρίση φέρει τη φτώχεια και την απότομη κοινωνική κάθοδο, σήμανε για διευρυμένα κοινωνικά στρώματα τον κίνδυνο να χάσουν τα, απλόχερα μέχρι τότε, μέσα της αυτοπραγμάτωσής τους: σεξουαλικές εμπειρίες, ταξίδια, διακοπές, iΡhone, το συμβατικό ή εναλλακτικό τους στυλ.

Σήμερα η Βουλή εκπροσωπεί πλούσια τις πολυσυλλεκτικές πλατείες διαμαρτυρίας, ενώ οι τελευταίες έχουν εξαφανιστεί. Η σκληρή εμπειρία της απολεσθείσας ευημερίας φιλτράρεται κυρίως από τα μεταπολιτευτικά κλισέ επαναστατικότητας που κατασκευάζουν εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς, ανοίγοντας την πόρτα στον ολοκληρωτισμό που απεύχονται. Ας ελπίσουμε ότι το μέσον, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, θα αντέξει στα δυσοίωνα μηνύματα.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Τμήμα ΜΜΕ του ΑΠΘ