Ο νομοθετικός αντιρατσιστικός πληθωρισμός των τελευταίων ημερών προκαλεί θλίψη. Μείζον τμήμα του πολιτικού συστήματος παραβλέπει το προφανές: απαιτείται ρητή και υπεράνω κάθε επιμέρους διαφοροποίησης ή επιφύλαξης καταδίκη των ρατσιστικών εγκλημάτων. Αντί να ετοιμάζεται για τη σύγκρουση με τον νεοναζισμό, το πολιτικό σύστημα κάνει μικροπολιτική. Ο μείζων κυβερνητικός εταίρος παλινωδεί, επιδίδεται σε ακροδεξιές πιρουέτες, ψεύδεται στους ξένους αξιωματούχους, εισπράττει την οργή τους και μετά ψοφοδεής σπεύδει σε νομοθετικές ακροβασίες. Η μείζων αντιπολίτευση σκύβει ακόμα περισσότερο στην αντιμνημονιακή της κλειδαρότρυπα. Την ώρα που αναζητείται αντιρατσιστική συσπείρωση, εκείνη καταθέτει «δική της πρόταση». Υπάρχει, λοιπόν, ελπίδα ουσιαστικής σύγκλισης των πολιτικών δυνάμεων σε έναν κοινό άξονα; Διατηρώ ελάχιστη αισιοδοξία. Στο όνομα αυτής της αισιοδοξίας, ας διαβαστούν και τα παρακάτω.

Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, ο Ν. 927/1979, έχει απασχολήσει επανειλημμένως τα διεθνή όργανα, τα οποία έχουν διατυπώσει την ανησυχία τους για την αναποτελεσματική καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων και των εγκλημάτων με ρατσιστικό κίνητρο. Η ευόδωση λοιπόν κάθε νομοθετικής αλλαγής προϋποθέτει τη διασφάλιση εκείνων των συνθηκών που θα επιτρέπουν την εφαρμογή του νόμου. Τέτοια συνθήκη είναι πρωτίστως η προστασία των θυμάτων: η αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή του ρατσιστικού εγκλήματος προϋποθέτει την πραγματική δυνατότητα του θύματος να το καταγγείλει χωρίς φόβο. Η Πολιτεία οφείλει να ενθαρρύνει τα θύματα –ασχέτως του καθεστώτος διαμονής τους στη χώρα –να καταγγέλλουν τις απειλές ή επιθέσεις εναντίον τους χωρίς τον κίνδυνο να τεθούν υπό κράτηση προς τον σκοπό της απέλασης. Προϋπόθεση αποτελεσματικής εφαρμογής του νόμου είναι επίσης η αναγκαιότητα διερεύνησης του ρατσιστικού κινήτρου στο στάδιο δίωξης, ανεξάρτητα από την επιβαρυντική περίσταση κατά το στάδιο επιμέτρησης της ποινής. Τέλος, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η λογοδοσία των δημόσιων λειτουργών για πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αντιρατσιστικής νομοθεσίας. Η τέλεση της πράξης από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο όχι μόνο δεν νοείται να συνιστά λόγο εξαίρεσης από το πεδίο εφαρμογής του νόμου, όπως προτάθηκε, αλλά αντίθετα συνιστά επιβαρυντική περίσταση.

Αναφορικά με τη δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους, το αξιόποινο πρέπει να συνδέεται με άμεσο και επικείμενο κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, δηλαδή να αξιολογείται η προσφορότητα κάθε συγκεκριμένης εκδήλωσης να παράγει συγκεκριμένο κίνδυνο για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση και για τα δικαιώματα της ομάδας ή του προσώπου κατά των οποίων στρέφεται. Αυτό λοιπόν που αναζητείται είναι το σαφές νήμα που συνδέει τη ρητορική του μίσους με εγκληματικές πράξεις, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο δίωξης του λόγου και των ιδεών. Επιπλέον, ως προς τον δημόσιο εγκωμιασμό, άρνηση ή εκμηδένιση εγκλημάτων, η απόλυτη απαγόρευση απλής έκφρασης άποψης θα συνιστούσε μη ανεκτό περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. Εδώ ακριβώς δοκιμάζεται η αν(θ)εκτικότητα μιας δημοκρατικής κοινωνίας απέναντι σε ιδέες που σοκάρουν, ενοχλούν, προκαλούν. Ωστόσο, όλα τα διεθνή κείμενα προβλέπουν περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης όταν αυτοί είναι αναγκαίοι για την προστασία άλλων έννομων αγαθών. Χρειάζεται λοιπόν ενδελεχής εξέταση των περιοριστικών προϋποθέσεων επιβολής της ποινής σε κάθε περίπτωση, ώστε να διασφαλιστεί η αυστηρή τήρηση των αναγκαίων συνθηκών προστασίας της επιστημονικής έρευνας και της ανταλλαγής απόψεων. Ετσι θα αποκλειστεί το ενδεχόμενο να διώκεται η αποκλίνουσα και εθνικά μη αρεστή άποψη. Εν ολίγοις, ακόμα και οι πιο απεχθείς απόψεις θα πρέπει να εκφράζονται ελεύθερα, εκτός εάν συνδυάζονται με τη διάπραξη εγκλήματος με ρατσιστικό κίνητρο.

Κανένας αντιρατσιστικός νόμος, ακόμα και ο πλέον σύγχρονος, δεν αποτελεί πανάκεια. Επιπλέον, οι σημερινές νομοθετικές πρωτοβουλίες δεν αποτελούν άλλοθι για όσους ανέχτηκαν ή άσκησαν πολιτικές οι οποίες εξέθρεψαν τον ρατσισμό. Και παράλληλα, δεν είναι αδικαιολόγητη κάποια επιφυλακτικότητα απέναντι στη ζέση των δύο μικρότερων κυβερνητικών εταίρων, που μοιάζει να βρήκαν στον αντιρατσισμό ένα εύκολο πεδίο ενδοκυβερνητικής αποστασιοποίησης. Ομως περισσότερη επιφυλακτικότητα προκαλεί το κυνικό κυνήγι της ακροδεξιάς ψήφου, στο οποίο επιδίδεται ο άλλος εταίρος, και ο τυφλός αντιπολιτευτικός τακτικισμός στο όνομα της αριστερής καθαρότητας. Το μέτωπο απέναντι στη ρατσιστική και νεοναζιστική απειλή προϋποθέτει υπερβάσεις επιμέρους επιφυλάξεων ή σχεδιασμών. Οποιος το παραβλέπει, αναλαμβάνει ιστορικές ευθύνες.

Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου