Τα καλά νέα αναβάλλονται. Το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν κατάφερε ακόμη να συγκεκριμενοποιήσει τα συστατικά τού περί ρατσισμού νομοσχεδίου που προωθούσε. Ετσι χάθηκε η ευκαιρία να λυθεί από τον πιο αρμόδιο κριτή, τη Δικαιοσύνη, με την εγνωσμένη σοφία και σαφήνεια των κριτηρίων της, το ζήτημα που δονεί τον τελευταίο καιρό τις πιο ευαίσθητες χορδές του πιο ευαίσθητου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας: αν η ομιλία της Κικής Δημουλά στην Κυψέλη ήταν ή όχι ρατσιστική. Διότι σύμφωνα με την αρχική εκδοχή του νομοσχεδίου εκείνου, εισαγγελείς θα αποφάσιζαν μεταξύ άλλων και για το αν το να παραπονιέται κανείς δημόσια ότι τον λήστεψαν δύο φορές αλλοδαποί ή ότι οι μετανάστες τον έχουν εκτοπίσει από τα παγκάκια της γειτονιάς του αποτελεί πρόκληση ή διέγερση «σε βιαιοπραγίες κατά ομάδας ή προσώπου που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία και τον γενετήσιο προσανατολισμό». Το αντιρατσιστικό κίνημα έχασε μια μάχη. Αλλά μπορεί βάσιμα να ελπίζει στην τελική νίκη με έναν παραπλήσιο μελλοντικό νόμο. Πειράζει που τα επινίκια θα τα γιορτάσει η Χρυσή Αυγή;

Να σοβαρευτούμε; Ας το προσπαθήσουμε, παρότι σε μια χώρα όπου ακόμη και οι γοτθικοί εφιάλτες της πραγματικότητας εμπνέουν φαρσοκωμωδίες και συζητήσεις καφενειακής ελαφρότητας η σοβαρότητα κινδυνεύει να φαίνεται και αυτή κωμική.

Τα όσα είπε η Δημουλά στην Κυψέλη ήταν εντελώς ασήμαντα. Ηταν ό,τι θα έλεγε μια οποιαδήποτε γιαγιάκα της περιοχής για την καθημερινή εικόνα της γειτονιάς της άλλοτε και τώρα, δηλαδή περιγραφές πασιφανών καταστάσεων, χωρίς διανοητική επεξεργασία, χωρίς πολιτικό σχολιασμό, χωρίς ίχνος έχθρας για τους ξένους. Αλλά στην κοινοτοπία του λόγου της διακεκριμένης ποιήτριας και ακαδημαϊκού ήρθε να αντιπαρατεθεί φουριόζικα, πλην αναίτια, όπως και άλλες φορές, η κοινοτοπία του λόγου της πολιτικής ορθότητας. Στην αυτονόητη παρατήρηση ότι η ποιότητα ζωής στην Κυψέλη έχει χειροτερέψει δραματικά και λόγω της ανεξέλεγκτης εισροής λαθρομεταναστών επιτέθηκαν οι «προοδευτικές» συνειδήσεις με την εξίσου αυτονόητη, αλλά παντελώς άσχετη επισήμανση ότι οι οικονομικοί πρόσφυγες είναι και αυτοί άνθρωποι, ότι δεν επιτρέπεται να στοχοποιούνται κ.λπ. Για να εκβιαστεί όμως από αυτό η καθόλου αυτονόητη ετυμηγορία ότι όποιος κάνει λόγο, όπως η Δημουλά, για την εισαγόμενη συμβολή στην υποβάθμιση της καθημερινής ζωής του είναι ξενοφοβικός και ρατσιστής. Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει.

Πράγματι βρέχει, αλλά ψήφους για τη Χρυσή Αυγή. Στην οποία η αριστερή τύφλωση στέλνει ολοένα περισσότερους πολίτες, ίσα ίσα από τα πιο αδύναμα και ανυπεράσπιστα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, εκείνα ακριβώς για τα οποία κόπτονται κατά τα άλλα οι αριστερές παρατάξεις. Εδώ και πολύ καιρό η πολιτική ορθότητα, ιδεολογικό τατουάζ της σύγχρονης Αριστεράς, έχει γίνει ένα δόγμα ακόμη πιο μισαλλόδοξο από τις μισαλλόδοξες ιδέες που υποτίθεται ότι αντιμάχεται. Εχει διαμορφώσει άκαμπτους κώδικες ομιλίας και συμπεριφοράς, οποιαδήποτε παρέκκλιση από τους οποίους κάνει κάποιον αυτομάτως ρατσιστή, ξενοφοβικό, εθνικιστή, ομοφοβικό ή σεξιστή. Εγώ, για παράδειγμα, είναι βέβαιο ότι θα χαρακτηριστώ ρατσιστής για τον όρο και μόνο «λαθρομετανάστες», που χρησιμοποίησα πιο πάνω. «Δεν υπάρχουν λαθραίοι άνθρωποι» είναι το επιχείρημα-καραμέλα. Μάλιστα. Απορώ πώς οι λαθραναγνώστες, οι λαθρεπιβάτες και οι λαθροκυνηγοί δεν έχουν ακόμη επικαλεστεί αυτό το ατράνταχτο επιχείρημα για να διαμαρτυρηθούν ότι αυτοί οι χαρακτηρισμοί αμφισβητούν την ανθρώπινη υπόστασή τους και είναι ρατσιστικοί.

Με τέτοιες βλακώδεις συμβολικές ρυθμίσεις, που δυστυχώς κατορθώνει πολλές φορές να τις κάνει και νομικά δεσμευτικές, η πολιτική ορθότητα γεννάει τον δικό της ρατσισμό, χωρίζοντας τον κόσμο με μανιχαϊκή απολυτότητα σε φως και σκοτάδι, σε καλούς και κακούς, στους δικούς της και τους άλλους. Εκεί που η παλιά διάκριση σε αριστερούς και δεξιούς άφηνε περιθώριο για έναν κεντρώο χώρο ή και για μια απολιτική στάση, ο καινούργιος «προοδευτισμός» δεν εξαιρεί κανέναν από το διχοτομικό σχήμα του. Γιατί στην πολιτική αντιπαλότητα προστίθεται τώρα η ηθική, ακόμη και η αισθητική απαξίωση: ο πολιτικά μη ορθός δεν είναι απλώς αντιδραστικός ή συντηρητικός, είναι και βάρβαρος, άξεστος, αναίσθητος, βίαιος, μισάνθρωπος, σχεδόν εγκληματικό στοιχείο. Οποιος κάνει μια πολιτικά μη ορθή δήλωση, έστω για ένα προσωπικό θέμα του, όποιος ξεστομίσει, έστω από απροσεξία, μια πολιτικά μη ορθή λέξη κινδυνεύει να στιγματιστεί και να επισύρει τις κατάρες μισαλλόδοξων κηρύκων της ανεκτικότητας, όπως έγινε με τη Δημουλά.

Αυτό που ονομάστηκε πολιτική ορθότητα προέκυψε από το απόλυτα δίκαιο αίτημα για προστασία ατόμων ή ομάδων του πληθυσμού που υφίστανται διακρίσεις λόγω της φυλής, της εθνότητας, του θρησκεύματος, της σεξουαλικής ταυτότητάς τους κ.λπ. Στην πορεία, όμως, η προσήλωση στα δικαιώματα τέτοιων ομάδων οδήγησε, πρακτικά, στην αδιαφορία για τα δικαιώματα των «κανονικών» ανθρώπων. Οι κάθε λογής ιδιαιτερότητες ή «ειδικές ανάγκες» αποθεώθηκαν και μυθοποιήθηκαν, σε βαθμό που οι φορείς τους έφτασαν να απολαμβάνουν ένα είδος ιδιότυπης ασυλίας. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Οσκαρ Πιστόριους, του δρομέα με τις λεπίδες, του οποίου ο βίαιος χαρακτήρας, η μανία με τα όπλα και η ροπή προς τις ουσίες ήταν γνωστές πολύ πριν σκοτώσει την κοπέλα του, αλλά πνίγονταν μέσα σε ύμνους που τον αναγόρευαν σε ανθρώπινο πρότυπο, προχωρώντας πολύ πιο πέρα από τον έπαινο για τη θέλησή του να υπερνικήσει στους στίβους την αναπηρία του (ορίστε, είπα πάλι μια απαγορευμένη λέξη!). Μπροστά σε έναν τέτοιο εξωραϊσμό, μια τέτοια πριμοδότηση της ιδιαιτερότητας, η κανονικότητα έγινε μειονέκτημα. Κάνοντας τις ιδιόμορφα ευπαθείς ομάδες της κοινωνίας προστατευόμενα είδη, η αριστερή πολιτική ορθότητα άφησε απροστάτευτες τις, πολύ μεγαλύτερες, «συμβατικά» ευπαθείς ομάδες, που όχι σπάνια γίνονται τόσο πιο ευπαθείς όσο πιο άκριτα προστατεύονται οι άλλες. Ανοίγει έτσι ο δρόμος για την προστασία που είναι έτοιμοι να προσφέρουν οι μπρατσαράδες με τα μαύρα μπλουζάκια.

Η πολιτικά ορθή Αριστερά θέλει να πολεμήσει τις διακρίσεις με καινούργιες διακρίσεις, να υπερασπίσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με αναξιοπρεπείς ομαδοποιήσεις. Θα ξυπνήσει κάποτε, αλλά από τις ιαχές και τα θριαμβικά ουρλιαχτά των αληθινών βαρβάρων.