Δεν έβγαιναν σχεδόν ποτέ μόνοι τους για να πιάσουν δουλειά. Ο τσιλιαδόρος ήταν τόσο απαραίτητος όσο και το σπρέι που κρατούσαν στο χέρι. Αν έπεφταν στα χέρια των αστυνομικών, στην καλύτερη περίπτωση θα πλήρωναν πρόστιμο. Στη χειρότερη, θα κατέληγαν στο κρατητήριο.

Σήμερα πια αρκετοί από τους γκραφιτάδες –τους καλλιτέχνες που ασχολούνται με την τέχνη του δρόμου –είναι πλέον διάσημοι. Προσλαμβάνουν δικηγόρους για να υπερασπιστούν τα έργα τους και κυνηγούν όλους εκείνους που επιχειρούν να τα κλέψουν.

Το πλέον πρόσφατο περιστατικό είναι η υπόθεση του βρετανού Μπάνκσι. Ο διάσημος καλλιτέχνης που κρύβει μανιωδώς την ταυτότητά του κυνηγά τους κλέφτες του έργου του «Δουλεία», ένα γκραφίτι που είχε ζωγραφίσει σε τοίχο κτιρίου στο Χάρινγκεϊ του Βόρειου Λονδίνου. Ενα πρωί οι κάτοικοι της περιοχής βρήκαν στον τοίχο μια τρύπα. Το έργο είχε κλαπεί, μεταφέρθηκε στο Μαϊάμι και αργότερα μέσα στον ίδιο μήνα εμφανίστηκε να πωλείται προς 560.000 ευρώ.

Ο Μπάνκσι διαμαρτυρήθηκε μέσω της ιστοσελίδας του, αλλά ο ιδιοκτήτης της γκαλερί υποστήριξε ότι το έργο διακινήθηκε από τον νόμιμο ιδιοκτήτη του τοίχου πάνω στον οποίο βρισκόταν το έργο. Μία ημέρα πριν από τη δημοπρασία τελικά το έργο αποσύρθηκε, για να εμφανιστεί τώρα σε νέα δημοπρασία που θα γίνει στο Λονδίνο στις 2 Ιουνίου.

Ο Μπάνκσι στο παρελθόν είχε μια ανάλογη περιπέτεια στη Βηθλεέμ, όπου ο 1,4 τόνων τοίχος που απεικόνιζε έναν ισραηλινό στρατιώτη να ψάχνει το καλαθάκι ενός κοριτσιού από την Παλαιστίνη, αξίας 344.000 ευρώ, βρέθηκε σε αμερικανική γκαλερί.

Το παράδοξο είναι ότι η τέχνη των γκραφίτι γεννήθηκε τη δεκαετία του ’60 ως έκφραση του κινήματος κατά της ιδιωτικής περιουσίας. Σήμερα όμως πλέον η τέχνη του δρόμου δεν θεωρείται περιθωριακή. Τα έργα του Ζαν Μισέλ Μπασκιά και του Κιθ Χέρινγκ βρίσκονται στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, ενώ οι νέοι καλλιτέχνες δέχονται προσφορές από τις πιο αξιόλογες γκαλερί ανά τον κόσμο.

Πριν από λίγους μήνες πωλήθηκαν μεταξοτυπίες γνωστών δημιουργών τέχνης του δρόμου –ανάμεσά τους και του Σέπαρντ Φέιρι που φιλοτέχνησε το πολύχρωμο πορτρέτο του Ομπάμα υπό τον τίτλο «Ελπίδα» –έναντι 1,2 εκατ. ευρώ, ποσό που αποτελεί ρεκόρ.

Οι νόμοι της αγοράς έχουν υπονομεύσει την ουτοπία περί δωρεάν τέχνης, προσβάσιμης σε όλους και τροφοδοτούν το λαθρεμπόριο τοίχων. Οι καλλιτέχνες από τους δρόμους των υποβαθμισμένων προαστίων έχουν μπει στους μεγάλους οίκους δημοπρασιών και βλέπουν τη δουλειά τους να πλασάρεται ως «σύγχρονη αστική τέχνη».

Οι απανταχού λάτρεις του είδους αισθάνονται προσβεβλημένοι από την κανονικότητα που έχει πάρει η αγαπημένη τους τέχνη, καθώς απαραίτητο στοιχείο της είναι η ανατροπή. Ωστόσο όλο και πληθαίνουν οι φωνές που κάνουν λόγο για τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών που θα πληγούν αν αφεθούν στο όνομα μιας «δημοκρατικής» χρήσης των έργων. Και όπως όλα δείχνουν, οι καλλιτέχνες των γκραφίτι δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη μοίρα που είχαν πολλοί αβάντ γκαρντ δημιουργοί πριν από εκείνους: να γίνουν αποδεκτοί από το ευρύ κοινό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.