Το ψευτοκαλόκαιρο που μας παρέσυρε και μαζέψαμε τα ντεμί σεζόν είχε κι άλλες παρενέργειες. Οι νεραντζιές πεζοδρομίου έδεσαν καρπό πριν από την ώρα τους και το μυρωμένο αεράκι του Επιταφίου υποχώρησε υπέρ της ενδημικής σκουπιδίλας. Μέσα σε όλα, από την περασμένη εβδομάδα εκκρεμεί και το θέμα του συνωστισμού στα παγκάκια της Αθήνας. Ετσι βιαστική που περνάω από τον καταπατημένο πεζόδρομο της γειτονιάς μου σπανίως το προσέχω. Το προσέχει όμως και το παραπροσέχει η μάνα μου και η γεωργιανή νταντά της, οι μόνες που ξέρω να οργανώνουν τη ζωή τους με γνώμονα το δελτίο καιρού. Δεν θέλω να ρίξω κι άλλο λάδι στη φωτιά, γνώμη μου πάντως είναι ότι η πραγματική μάστιγα του δημόσιου χώρου είναι τα περιστέρια της πόλης, τα χελιδόνια, τα σπουργίτια και τα κοτσυφόπουλα, που εσχάτως είδαν άσφαλτο και πήραν αέρα οι μύτες τους. Αυτά, όχι παγκάκι, αλλά ακόμη και το κούτελό μου θα καταστήσουν μια ημέρα δημόσιο WC.

«Κάπως πρέπει να μοιραστούν οι χώροι», συμφωνώ με την ποιήτρια. Να δημιουργηθεί, βρε αδερφέ, ένα ευυπόληπτο απαρτχάιντ, μια Νεφελοκοκκυγία πες την εσύ για να τα ‘χεις καλά με όλους. Παραπονηρέψαμε και δεν μπορώ να ξεχωρίσω μέσα στο πλήθος τον κατάλληλο Πεισθέταιρο. Αυτόν που θα πιάσει στο πίτσι πίτσι τον βλάκα τον τσαλαπετεινό, την καρδερίνα, την κουρούνα, την κίσσα και την αηδόνα την ψωνάρα. Να χτίσουν για πάρτη του μια πόλη με μεγάλη άπλα, ψηλά πάνω στα σύννεφα, να μείνουμε εμείς κι εμείς. Και μετά, και μετά; Θα φτεροκοπάμε και θα τσιμπολογιόμαστε σαν τα χορευτικά της Ζουζούς Νικολούδη. Βάρα, χτύπα, μάδα, δείρε. Α, προδοθήκαμε, επάθαμε ανόσια.