Η αναπληρώτρια διευθύντρια της ICIJ αναφέρει ότι δεν ενδιαφέρθηκαν όλοι οι δημοσιογράφοι από την αρχή, κάποιοι νόμιζαν ότι με το που θα έβλεπαν τα δεδομένα θα μάθαιναν για τις συναλλαγές, τους τραπεζικούς λογαριασμούς κ.λπ. «Κατάλαβαν ότι θα έπρεπε να κάνουν πολλές έρευνες πέρα από τα στοιχεία για να διασταυρώσουν τις πληροφορίες –και αυτό είναι πραγματικά επίπονο και κάποιες φορές απογοητευτικό καθώς δεν οδηγούν πουθενά. Μόνο αυτοί που είχαν τις ικανότητες και τη στήριξη των αρχισυντακτών τους τα κατάφεραν». Και ήταν πολλοί αυτοί: 86 δημοσιογράφοι από 46 χώρες.

«Αυτό που κάναμε όταν ξεκινήσαμε μαζί τη συνεργασία, το ότι πήγες στην Ανατολική Ευρώπη και πήρες τα στοιχεία που σε ενδιέφεραν ήταν εφικτό ενώ η ομάδα συνεργατών περιοριζόταν στα 10-15 μέλη» μού λέει η Μαρίνα. «Οταν φτάσαμε τα 50-60 μέλη, κάποιοι από τους οποίους ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες και δεν είχαν χρήματα να ταξιδέψουν, φτιάξαμε το Interdata, τη βάση δεδομένων η οποία ήταν προσβάσιμη μέσω Ιντερνετ. Σίγουρα ήταν ρίσκο –πολλά θα μπορούσαν να πάνε στραβά» συμπληρώνει.

Αφού εντοπίστηκαν τα στοιχεία ελληνικού ενδιαφέροντος, άρχισε η «έρευνα πεδίου»: ταυτοποίηση των συνδεομένων με τις οφσόρ, αναζήτηση στοιχείων για τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες και πώς αυτές μπορεί να επεκτείνονται στους φορολογικούς παραδείσους. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα δημιουργούνταν αναφορές που αποστέλλονταν στα κεντρικά στην Ουάσιγκτον καθώς κάθε εβδομάδα στα πρώτα στάδια και μετά όσο προχωρούσε η έρευνα όλο και πιο συχνά υπήρχε επικοινωνία με τη Μαρίνα για να ορίσουμε τους επόμενους στόχους. Τα στοιχεία διασταυρώνονταν από τους υπεύθυνους τεκμηρίωσης (fact-checkers) και μετά περνούσαν και από το νομικό τμήμα της ICIJ. Ολόκληρη η διαδικασία διήρκεσε περίπου έξι μήνες.

«Τους μεγαλύτερους κινδύνους διέτρεξαν οι πηγές μας και οι δημοσιογράφοι που έκαναν έρευνες στο πεδίο. Για αυτό και εμείς προσπαθήσαμε με κάθε κόστος να τους προστατεύσουμε. Για παράδειγμα στο Πακιστάν ο συνεργάτης μας είχε τρομερές επιφυλάξεις να μιλήσει με τα πρόσωπα που εντοπίζονταν στις υπεράκτιες εταιρείες. Και έτσι ζήτησε να κάνουμε εμείς από εδώ τις συνεντεύξεις. Ηθελε με αυτόν τον τρόπο να αποφύγει και τους κινδύνους που θα διέτρεχε ο ίδιος αλλά και να διαφυλάξει την έρευνά του ώστε να είναι σίγουρο ότι θα δημοσιευθεί» επισημαίνει η Μαρίνα.

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙΣ. Ακόμη χειρότερα ήταν τα πράγματα στην περίπτωση του Αζερμπαϊτζάν, όπου η ICIJ συνεργάζεται με δύο δημοσιογράφους για τη συγκεκριμένη έρευνα. Ο ένας από τους δύο προτίμησε να μην υπογράψει το ρεπορτάζ με τις αποκαλύψεις για τις οφσόρ της οικογένειας του Προέδρου της χώρας Ιλχάμ Αλίγεφ. Ο λόγος; Η συνάδελφός του Καντίζα Ισμαΐλοβα, μέλος της Διεθνούς Σύμπραξης που είχε ασχοληθεί ξανά με το συγκεκριμένο θέμα στο παρελθόν, είχε τρομερά μπλεξίματα με κυβερνητικές υπηρεσίες. «Την παρακολουθούσαν. Είχαν τοποθετήσει κάμερα στο σπίτι της και τη μαγνητοσκοπούσαν επί μήνες. Και ανέβασαν ένα βίντεο που απεικόνιζε τις σχέσεις της με το αγόρι της στο Ιντερνετ. Το κυβερνητικό καθεστώς ήταν αναμειγμένο όπως φάνηκε. Αυτό έγινε παλαιότερα ενώ έψαχνε τις υπεράκτιες εταιρείες της οικογένειας Αλίγεφ. Σε αυτή την έρευνα είναι μια χαρά και υπογράφει κανονικά το ρεπορτάζ επειδή την προηγούμενη φορά η διεθνής κοινότητα των δημοσιογράφων την υποστήριξε και το θέμα έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Αποτέλεσμα ήταν να νιώσει προστατευμένη και ασφαλής. Ομως ο συνάδελφός της, επειδή δεν είναι τόσο γνωστός, δεν ήθελε να διακινδυνεύσει υπογράφοντας με το όνομά του».