Το παράπονό μου με τον Μποστ είναι ότι ποτέ δεν μπόρεσα στο ποδοσφαιρικό γήπεδο του Χιούμορ να τον μαρκάρω.

Πάντα μου διολίσθαινε σαν δραχμή.

Πάνω που έμαθα να εικονογραφώ όπως ο Μποστ, αυτός πέρασε στη Γελοιογραφία. Μόλις ψιλόμαθα τη Γελοιογραφία και είπα: του μπαίνω! όρμησε στο Ευθυμογράφημα. Εκεί που άρχισα να στρώνω γραπτά με κάποια πλάκα, μου βγήκε θεατρικός Συγγραφέας. Και τη στιγμή που άρχισε να ωριμάζει μέσα μου το πρώτο μονόπρακτο, μου ξέφυγε στη Ζωγραφική!

Σκιτσογράφος λοιπόν, Γελοιογράφος, Ευθυμογράφος, Θεατρογράφος, Επιθεωρησιογράφος, Ζωγράφος πάντα Ανορθόγραφος και μετά τι;

Χορογράφος; Συμβολαιογράφος;

Με τον Μποστ τα πάντα είναι πιθανά!

Σκέπτομαι την απόγνωση των εφοριακών, των αισθητικών, των κριτικών μπροστά σ’ αυτό το φαινόμενο. Πού τον τοποθετείς; Ως τι τον φορολογείς; Πώς τον κατατάσσεις;

Εγώ προσωπικά έχω βρει μια λύση.

Τον κατάταξα στην Αριστερά και ξεμπέρδεψα.

Συνοψίζοντας, είναι σαφές ότι ο πονηρός αυτός Ανατολίτης έχει σφραγίσει την εποχή μας με το χιούμορ του. Το πόσο ζόρικο πράγμα είναι να το πετύχεις αυτό, ένας Θεός μόνο ξέρει.

Και το ξέρει καλά γιατί ποτέ δεν δοκίμασε να κάνει αστεία. Απλώς δημιούργησε ένα Σύμπαν. Οπου και μας πέταξε με τις Κυβερνήσεις μας, τις Τεχνολογίες μας και τους πληθωρισμούς μας. Μόνους κι έρημους, αλλά πότε-πότε και μ’ έναν Μποστ. Ευτυχώς!…

Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στον κατάλογο για την επετειακή έκθεση «40 χρόνια Μποστ» που φιλοξενήθηκε στην Γκαλερί Ωρα από τις 23/2 μέχρι τις 13/3/1987.